Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Γαβιθά-Γιαρμούκ 636 μ.Χ. - Το τέλος της ελληνορωμαϊκής Μέσης Ανατολής







Η θυελλώδης αραβική επέκταση, που δημιούργησε αυτό που στη συνέχεια, έως και σήμερα, καλούμε ‘αραβικό κόσμο’, ήταν ένα ιστορικό φαινόμενο με τεράστιες διαστάσεις και εξαιρετικά περίπλοκο. Όμως αυτό το φαινόμενο θεμελιώθηκε πάνω στη στρατιωτική επικράτηση των Αράβων επί των Βυζαντινών και των Περσών. Η καθοριστική μάχη δόθηκε κοντά στη Γαβιθά και τον ποταμό Γιαρμούκ και το αποτέλεσμα άνοιξε το δρόμο για τη νέα εποχή.




Η ελληνορωμαϊκή κυριαρχία στη Μέση Ανατολή χρονολογείτο από τον 4ο αιώνα π.Χ. και τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι ελληνιστικές μοναρχίες των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών κυριαρχούσαν έως τον 1ο αιώνα π.Χ. όταν τα ηνία ανέλαβε η Ρώμη. Βεβαίως η περιοχή ήταν ιδιότυπη: οι ανώτερες τάξεις ήταν κατά κύριο λόγο ελληνόφωνες (αν και όχι πάντα ελληνικής προέλευσης, μάλλον οι περισσότεροι ήταν εξελληνισμένοι ντόπιοι) και είχαν ασπαστεί με ενθουσιασμό τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό.  Την ίδια ώρα στις κατώτερες τάξεις η κυριαρχία των ντόπιων γλωσσών και πολιτισμού ήταν σχεδόν απόλυτη. Ορισμένες πόλεις ήταν κατά κύριο λόγο ελληνικές, όπως λ.χ. η Αντιόχεια, άλλες μόνο εν μέρει ελληνικές, ενώ στην ύπαιθρο η διείσδυση του ελληνικού στοιχείου ήταν από ελάχιστη έως ανύπαρκτη. Το ελληνικό στοιχείο εκείνη την εποχή αποτελούσε μέρος του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού που είχε μετεξελιχθεί σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε ‘βυζαντινός πολιτισμός’. Αυτός ο μεικτός πολιτισμός, που συνδύαζε τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων με την πολιτική και διοικητική παράδοση των Ρωμαίων (και, φυσικά, τη χριστιανική θρησκεία στο ελληνορθόδοξο δόγμα της), ήταν κυρίαρχος στη ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά την πτώση της Ρώμης στους βάρβαρους. Και το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας αυτής εξελίχθηκε στο ‘Βυζάντιο’. Βασικότατο στοιχείο στην πολιτική ιδεολογία και τον πολιτισμό του Βυζαντίου ήταν όπως αναφέραμε ήδη και η χριστιανική θρησκεία, την οποία οι μεσανατολίτες και οι βορειοαφρικάνοι υπήκοοι της αυτοκρατορίας είχαν ασπαστεί από νωρίς και με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Γενικά στο νοτιοανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ο χριστιανισμός είχε βαθιές ρίζες, όχι όμως τόσο βαθιές ώστε να αποτρέψει τελικά τον εξισλαμισμό της περιοχής και την επιβίωση της χριστιανικής θρησκείας σε μικρές μόνο πληθυσμιακές νησίδες. Και η αιτία γι’ αυτό, όπως και για την εύκολη επικράτηση των Αράβων στην περιοχή, ήταν κατά κύριο λόγο οι πολιτικές διαφορές με τη βυζαντινή εξουσία, διαφορές που είχαν λάβει το μανδύα των ‘θρησκευτικών διαφορών’ σε μια εποχή που ο θρησκευτικός ανταγωνισμός ήταν το βασικό και κύριο πεδίο διαφοροποίησης των εθνών.
            Αρκετοί είναι οι ερευνητές που εντοπίζουν την αδυναμία του Βυζαντίου να κρατήσει τις περιοχές αυτές, στη θρησκευτική διαμάχη της κεντρικής εξουσίας με τους κατοίκους τους. Κατά κύριο λόγο, οι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Συρίας (οι τελευταίοι συλλογικά ονομάζονται από κάποιους ερευνητές ‘Αραμαίοι’, ωστόσο η επικράτηση της αραμαϊκής γλώσσας στην πλειοψηφία των κατοίκων δε σημαίνει ότι ήταν και Αραμαίοι) είχαν ασπαστεί το μονοφυσιτικό δόγμα. Αυτή η θρησκευτική διαφοροποίηση με το Βυζάντιο, όπου το ελληνορθόδοξο δόγμα ήταν κυρίαρχο και επίσημη θρησκευτική έκφραση της πολιτείας, έπαιξε τεράστιο ρόλο σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές στην τελική επικράτηση των Αράβων στην περιοχή. Ωστόσο μάλλον η αλήθεια είναι αντίστροφη: οι θρησκευτικές διαμάχες γεννήθηκαν και συντηρήθηκαν ακριβώς εξαιτίας των ‘κοσμικών’ διαφορών που υπήρχαν μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήταν κατακτητές της περιοχής και ουδέποτε κατόρθωσαν να την αφομοιώσουν πλήρως  και να την κάνουν μέρος του ελληνορωμαϊκού κόσμου στο μέτρο λ.χ. που οι Ρωμαίοι είχαν εκρωμαϊσει σχεδόν απόλυτα τη Γαλατία και την Ιβηρική ή στο μέτρο που η Μικρά Ασία εξελληνίστηκε όπως και το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων. Οι ρίζες αυτής της αδυναμίας βρίσκονται στην εποχή των Ελλήνων κυρίαρχων της περιοχής, οι οποίοι δεν προσπάθησαν καν να πετύχουν κάποια πολιτισμική ισορροπία. Είχαμε έτσι το φαινόμενο οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου να αρνούνται να μάθουν Αιγυπτιακά, τη γλώσσα που ήταν η μοναδική που μιλούσε το 90% των υπηκόων τους! Πρώτη απ’ όλους τους Πτολεμαίους η Κλεοπάτρα Ζ’ Φιλοπάτωρ (η γνωστή Κλεοπάτρα που έμεινε στην ιστορία μεταξύ των άλλων για τους θυελλώδεις έρωτές της με τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Αντώνιο) έκανε τον κόπο να μάθει Αιγυπτιακά!  Η Κλεοπάτρα ήταν και η τελευταία των Πτολεμαίων φαραώ της Αιγύπτου. Λιγότερο αποκομμένη από τους υπηκόους της ήταν η εξουσία στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών, όπου έγιναν και συστηματικές προσπάθειες εξελληνισμού του πληθυσμού σε κάποιες περιοχές (λ.χ. Ιουδαία). Ωστόσο κι εκεί το μικρό ποσοστό των ελληνογενών πληθυσμών σε σχέση με τους ντόπιους δεν επέτρεψε την ουσιαστική πρόοδο σε αυτόν τον τομέα και οι προσπάθειες εξελληνισμού και των κατώτερων τάξεων συνάντησαν αντίδραση, που έφθασε και στην ανοιχτή εξέγερση (λ.χ. επανάσταση των Μακκαβαίων).
            Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν με τη γνωστή ρωμαϊκή μεθοδικότητα να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα, ωστόσο ουδέποτε πέρασε στα λαϊκά στρώματα της Ανατολής ο ρωμαϊκός πολιτισμός. Εν μέρει αυτό ίσως οφείλεται στο ότι σταδιακά προέκυψε το υβρίδιό του ρωμαϊκού πολιτισμού με τον ελληνικό, ένα υβρίδιο που επικράτησε στους πληθυσμούς των μεγαλύτερων πόλεων του ανατολικού μισού της αυτοκρατορίας, αλλά απέτυχε να διαπεράσει, όπως προείπαμε, τα λαϊκά στρώματα. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα να υπάρχει μια απόσταση μεταξύ της εξουσίας (ελληνικής και στη συνέχεια ρωμαϊκής) και του ντόπιου πληθυσμού στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. η διάσταση μεταξύ των πληθυσμών της Μ. Ανατολής και της βυζαντινής εξουσίας έφθασε στο χειρότερο σημείο της, καθώς ο Ιουστινιανός ασχολείτο με την περιοχή μόνο για να επιβάλει νέους, επαχθείς φόρους, με τους οποίους χρηματοδοτούσε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για ανακατάληψη του δυτικού μισού της αυτοκρατορίας. Αυτή η πολιτική οδήγησε σε αποξένωση από την αυτοκρατορική εξουσία τους ντόπιους πληθυσμούς, μια αποξένωση που εκφράστηκε με θρησκευτικούς όρους και οδήγησε τελικώς στην απώλεια των εδαφών αυτών, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Όσο περνούσαν τα χρόνια και οι ηγεμόνες της αυτοκρατορίας δεν έκαναν κάτι για να προσεταιριστούν ξανά τους κατοίκους της περιοχής, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η έχθρα που ένοιωθαν οι τελευταίοι για τη βυζαντινή εξουσία. Για το λόγο αυτό, όταν η μεγάλη δύναμη των Περσών ανέκαμψε με τη δυναστεία των Σασσανιδών, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της περιοχής είδαν στους Πέρσες την ευκαιρία να αποσείσουν τη ρωμαϊκή εξουσία. Όμως οι Ρωμαίοι της Ανατολής αποδείχτηκαν υπερβολικά ισχυροί για τους Πέρσες, παρότι η δύναμη των τελευταίων την εποχή εκείνη ήταν τεράστια και η αναγεννημένη περσική αυτοκρατορία είχε αφθονία πόρων και μέσων.
Η κοσμοϊστορική σύγκρουση μεταξύ Περσών και Βυζαντινών, είχε ως αποτέλεσμα τη συντριβή των Περσών, που πέρασαν πλέον υπό καθεστώς κηδεμονίας της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η τελευταία είχε κατορθώσει να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, σε μια εποχή που είχε χάσει τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της βαλκανικής (κάποια στιγμή μόνο ένα μέρος της Θράκης βρισκόταν υπό αυτοκρατορικό έλεγχο) και ολόκληρη τη Μ.Ανατολή. Ωστόσο η δύναμη του Βυζαντίου είχε δεχτεί ένα ισχυρό χτύπημα από την τρομερή διαμάχη με τους Πέρσες και ο Ηράκλειος, ένας από τους πλέον ικανούς αυτοκράτορες που πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη, αναγκάστηκε να εφαρμόσει μια δρακόντεια πολιτική για να επιτρέψει στο κράτος να ορθοποδήσει από τις καταστροφές, τις απώλειες και τις υπέρογκες δαπάνες που προκάλεσε ο πόλεμος. Και κύριος στόχος αυτής της δρακόντειας πολιτικής έγιναν οι ανακαταληφθείσες από τους Πέρσες περιοχές της Μέσης Ανατολής. Αντίθετα με πολλούς από τους προκατόχους του, ο Ηράκλειος είχε κατανοήσει (κατά τα φαινόμενα) ότι η σταθεροποίηση της εξουσίας του Βυζαντίου σε αυτήν την ιδιότυπη περιοχή, περνούσε μέσα από την πολιτισμική (άρα και θρησκευτική) αφομοίωση των ντόπιων. Με τους Πέρσες στο περιθώριο, ο στόχος αυτός ήταν ευκολότερο να επιτευχθεί. Για να τρωθεί το φρόνημα των ντόπιων που αντιστέκονταν στη βυζαντινή εξουσία αλλά και για να γεμίσουν ξανά τα αυτοκρατορικά ταμεία με χρήματα, ο Ηράκλειος επέβαλλε απεχθή φορολογία στους κατοίκους αυτών των περιοχών, την ώρα που οι θρησκευτικές διώξεις των μονοφυσιτών ξεκινούσαν ξανά, ήδη από το 628. Ο Ηράκλειος προφανώς θεωρούσε ότι η συντριβή των Περσών, της μόνης δύναμης στην οποία μπορούσαν να προσβλέπουν οι πληθυσμοί αυτοί για να σταθεί ενάντια στη βυζαντινή ισχύ, επέτρεπε τη σκλήρυνση της πολιτικής ενάντια στους αντιφρονούντες. Είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος, αφού την εποχή αυτή η νέα μεγάλη δύναμη του κόσμου ανέτειλε: το Ισλάμ και οι φορείς του, οι Άραβες.





Η ΑΡΑΒΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ

Αν και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι οι Άραβες εμφανίστηκαν στην ιστορία ξαφνικά τον 7ο αιώνα μ.Χ. βγαίνοντας από τις ερήμους και καταλαμβάνοντας εξ απήνης τον πολιτισμένο κόσμο, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική: οι Άραβες είχαν μακρά ιστορία στην περιοχή και ένα μεγάλο μέρος τους ήταν εγκατεστημένοι πληθυσμοί και όχι νομάδες. Μάλιστα κάποιες αραβικές φυλές είχαν κατά καιρούς δημιουργήσει σημαντικούς πολιτισμούς και ισχυρά βασίλεια. Οι Άραβες ήταν σημιτικής καταγωγής, όπως κι αρκετές από τις φυλές της περιοχής της Μέσης Ανατολής. Μεταξύ των γνωστότερων αραβικών φύλων που είχαν δημιουργήσει σημαντικούς πολιτισμούς ήταν οι Ναβαταίοι που είχαν δημιουργήσει μεταξύ των άλλων και την περίφημη πόλη της Πέτρας, οι Παλμυραίοι (με γνωστότερη βασίλισσά τους την περίφημη ‘Ζηνοβία’ των ελληνικών πηγών, Ζαϊνάμπ το αραβικό της όνομα), οι Σαβαίοι κ.α. Την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, οι γνωστότεροι στους Βυζαντινούς Άραβες, ήταν οι Γασσανίδες και οι Λαχμίδες. Αμφότεροι εγκατεστημένοι πληθυσμοί, σε περιοχές της Μ.Ανατολής, οι πρώτοι ήταν σύμμαχοι των Βυζαντινών και οι δεύτεροι των Σασσανιδών Περσών. Γνωστοί ήταν επίσης οι Ιδουμαίοι. Αλλά και στην κυρίως αραβική χερσόνησο, υπήρχαν πολλές σημαντικές πόλεις, που αποτελούσαν σημαντικά εμπορικά κέντρα. Ένα σημαντικό μέρος των Αράβων ήταν νομαδικές φυλές, που είχαν ιδιαίτερα εντυπωσιακή πολεμική παράδοση. Μάλιστα αναφέρεται ότι οι Άραβες των πόλεων έστελναν συχνά τα παιδιά τους στις φυλές της ερήμου (με τις οποίες σχεδόν όλες οι αραβικές οικογένειες των πόλεων είχαν συγγενικούς δεσμούς) για να τα εκπαιδεύσουν στις τέχνες του πολέμου. Τα εγκατεστημένα αδέλφια τους στις περιοχές της Μέσης Ανατολής κατά κύριο λόγο ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, αρκετοί δε ζούσαν σε πόλεις και μεγάλους οικισμούς της αυτοκρατορίας ως έμποροι και τεχνίτες. Παρόμοιες ήταν και οι ασχολίες εκείνων των Αράβων που κατοικούσαν στους μεγαλύτερους οικισμούς της χερσονήσου. Αντίθετα εκείνοι που  συνέχιζαν  τον νομαδικό ή ημι-νομαδικό βίο, ήταν κατά βάση εκτροφείς ζώων, ποιμένες. Τρεις κύριες ομάδες, η διάκριση μεταξύ των οποίων αφορούσε κυρίως στην κοινωνική πραγματικότητα και όχι τη φυλετική τους προέλευση, κυριαρχούσαν μεταξύ των νομάδων και ημι-νομάδων Αράβων: οι Μπατβ, εκείνοι που ονομάζονται σήμερα Βεδουίνοι, οι οποίοι ασχολούνταν κατά βάση με την εκτροφή καμηλών, οι Σουάγι, που ήταν εκτροφείς καμηλών και προβάτων και οι ημι-νομάδες Ραάβ. Σε γενικές γραμμές οι νομαδικοί αραβικοί πληθυσμού στις αρχές του 7ου αιώνα κατοικούσαν βασικά στην αραβική χερσόνησο, μετακινούμενοι μεταξύ των περιοχών της ερήμου και ζώντας σε μια ιδιότυπη ισορροπία τόσο μεταξύ τους - μια ισορροπία που διακοπτόταν συχνά-πυκνά με διαμάχες μεταξύ των φυλών - όσο και με την άγρια και σκληρή φύση. Θρησκευτικά, οι Άραβες ήταν στην πλειοψηφία τους παγανιστές, ωστόσο μεγάλα τμήματα αραβικών πληθυσμών, τόσο εγκατεστημένων όσο και νομάδων, είχαν ασπαστεί είτε τη χριστιανική, είτε την ιουδαϊκή πίστη. Θα λέγαμε ότι μεταξύ των μόνιμα εγκατεστημένων Αράβων, οι χριστιανοί ήταν η πλειοψηφία, με πολύ λιγότερες να ακολουθούν τις προγονικές παγανιστικές λατρείες και τον Ιουδαϊσμό. Αυτό που δεν διέθεταν οι Άραβες στην εποχή πριν την εμφάνιση του Ισλάμ, ήταν πολιτική ενότητα. Πάμπολλες φατρίες αντιμάχονταν η μία την άλλη σε μια αέναη διελκυστίνδα δύναμης, που δεν επέτρεπε οποιαδήποτε σκέψη για επέκταση των Αράβων εκτός της περιοχής όπου κατοικούσαν από τα βάθη της αρχαιότητας.
            Όμως στα 570 μ.Χ. γεννήθηκε στη Μέκκα, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα των Αράβων, ένας άνδρας που έμελλε να αλλάξει τη μοίρα των συμπατριωτών του, αλλά και την όψη του κόσμου. Το όνομά με το οποίο έμεινε στην ιστορία ήταν Αμπού αλ Κβασίμ Μωχαμάντ ιμπν Αμπντ Αλλάχ ιμπν Αμπντ αλ Μουταλίμπ ιμπν Χασίμ, ή πιο απλά Μωάμεθ. Από τις αρχές του 7ου αιώνα ο Μωάμεθ άρχισε να κηρύττει μια νέα πίστη, μια θρησκεία που βρήκε άμεσα απήχηση στις μάζες. Η νέα πίστη που κήρυττε ο Μωάμεθ συνδύαζε στοιχεία των παλιότερων μονοθεϊστικών θρησκειών (χριστιανισμός, ιουδαϊσμός) με στοιχεία από την αραβική παράδοση και πολιτισμό και αποτελούσε την ‘απάντηση’ στο αίτημα των καιρών, δηλαδή στο αίτημα για την εξεύρεση ενός τρόπου για την πολιτική ένωση των διασπασμένων αραβικών φυλών. Ο Μωάμεθ κατόρθωσε ταχύτατα να αποκτήσει τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της αραβικής χερσονήσου και έσπευσε να θέσει σε εφαρμογή ένα από τα βασικότερα δόγματα του πρώιμου Ισλάμ: την ‘κήρυξη’ της πίστης και σε εκείνους που δεν γνωρίζουν το Ισλάμ, με τη χρήση βίας. Το αποτέλεσμα ήταν η τρομερή αραβική κατάκτηση, μια από τις εντυπωσιακότερες και ταχύτερες που έχει καταγράψει η ιστορία.
            Οι δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής, το Βυζάντιο και οι Σασσανίδες, δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την επέκταση των Αράβων. Οι αιτίες ήταν πολλές και ποικίλες και οι κυριότερες εξ αυτών έχουν ήδη αναφερθεί. Να προσθέσουμε απλώς για την Περσία, ότι ήταν ακόμη πιο αποδυναμωμένη απ’ ότι το Βυζάντιο (άλλωστε, ήταν η ηττημένη του μεταξύ τους πολέμου) και όχι απλώς έχασε εδάφη της από την ανερχόμενη αραβική δύναμη, αλλά συνετρίβη ολοκληρωτικά και εντάχθηκε εξ ολοκλήρου στο υπό δημιουργία χαλιφάτο. Η αχανής σασσανιδική αυτοκρατορία, που κάλυπτε μια έκταση από τις υπώρειες του Καυκάσου έως την Αρμενία και από τα όρια της Συρίας έως το σημερινό Αφγανιστάν, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ορμή των νεοφώτιστων του Ισλάμ, που σαν θύελλα παρέσυραν τη μία μετά την άλλη τις στρατιές που προσπαθούσαν να τους αντιμετωπίσουν. Ταυτόχρονα με την επίθεση ενάντια στην Περσία, οι Άραβες άρχισαν να επιτίθονται και ενάντια σε περιοχές που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Βυζαντινών. Αν και αρχικά φαινόταν ότι αυτές οι επιθέσεις ήταν κυρίως επιδρομές με στόχο την αποκόμιση λείας, σύντομα φάνηκε ότι οι Άραβες είχαν έλθει για να κατακτήσουν και όχι να λεηλατήσουν.
Την εποχή αυτή οι στρατοί των Αράβων ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι, παρότι δεν έφθαναν σε μέγεθος τους αντίστοιχους βυζαντινούς ή περσικούς. Το κύριο όπλο τους ήταν το ιππικό, που αποτελείτο από εξαίρετους ιππείς, ‘μάστορες’ σε κινητικές τακτικές και ιδιαίτερα επιδέξιους στον χειρισμό των όπλων.  Οι ανώτερης τάξης ιππείς ήταν μάλιστα θωρακισμένοι, φορώντας αλυσιδωτό θώρακα, ενώ τα κύρια επιθετικά όπλα ιππέων και πεζών ήταν ένα κοντό δόρυ, το αραβικό σπαθί και το τόξο. Την εποχή αυτή οι αραβικοί στρατοί διέθεταν και αρκετούς ελαφρά οπλισμένους πεζούς. Αναφέραμε ήδη ότι το μέγεθος των στρατών τους ήταν αρχικά αρκετά μικρό. Αυτό αντισταθμιζόταν αφενός από το πλήθος των στρατιών που επιχειρούσαν σε διαφορετικά μέτωπα και όταν παρίστατο ανάγκη προσπαθούσαν να συντονίσουν τη δράση τους και να συγκεντρωθούν για να αντιμετωπίσουν μια ισχυρή στρατιά του εχθρού και αφετέρου από τη σχεδόν υπερφυσική κινητικότητά τους. Οι Άραβες ήταν συνηθισμένοι στις συνθήκες της ερήμου και στο άνυδρο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής και μπορούσαν να κινηθούν πολύ ταχύτερα απ’ οποιαδήποτε βυζαντινή ή περσική στρατιά. Είχαν ανάγκη από λιγότερα εφόδια, μπορούσαν να αντέξουν τις ακραίες κλιματολογικές συνθήκες της ερήμου και είχαν συνηθίσει να πολεμούν κάτω από τον καυτό ήλιο της αραβικής χερσονήσου. Από τη στιγμή που οι τρομεροί αυτοί πολεμιστές ενώθηκαν και δημιούργησαν στρατιές που αριθμούσαν χιλιάδες φανατισμένων ανδρών, κάτω από το λάβαρο του Ισλάμ, ήταν μόνο θέμα χρόνου να επεκταθούν έξω από την αραβική χερσόνησο. Το Ισλάμ ευτύχησε να βρει τόσο τους Ρωμαίους όσο και τους Πέρσες αποδυναμωμένους και διασπασμένους. Σαφώς θα ήταν παρακινδυνευμένο να προβλέψουμε τι θα γινόταν αν Βυζάντιο και Σασσανίδες δεν είχαν εξαντληθεί αποφασιστικά από τις μεταξύ τους διαμάχες ή αν η βυζαντινή αρχή είχε την υποστήριξη των ντόπιων πληθυσμών (οι οποίοι υποδέχτηκαν τους Άραβες σχεδόν με ανοιχτές αγκάλες). Ωστόσο η ιστορία δεν γράφεται με ‘αν’ και γεγονός είναι ότι η συγκυρία ήταν ιδανική για την επέκταση των Αράβων. Σύντομα το σπαθί του προφήτη θα άνοιγε δρόμο σε Ασία και Αφρική, καθώς ο ένας λαός μετά τον άλλο υπέκυπτε στους αφιονισμένους πολεμιστές της ιερής πίστης.
            Στην άλλη πλευρά βρισκόταν οι Βυζαντινοί στρατοί. Η εποχή του Ηρακλείου ήταν μια εποχή έντονων αλλαγών, αφού η στροφή στον εξελληνισμό της ανατολικής αυτοκρατορίας είχε αρχίσει να συντελείται και μάλιστα ο Ηράκλειος ήταν ο πρώτος εκ των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου που υιοθέτησε επίσημα τον ελληνικό τίτλο ‘Βασιλεύς’ ως ενδεικτικό του αξιώματός του. Παράλληλα και εξαιτίας της απώλειας του μεγαλύτερου μέρους της βαλκανικής και της Μ.Ανατολής, αλλά και συνέπεια σοβαρότατων παραλείψεων των αυτοκρατόρων που προηγήθηκαν, το ισχύον στρατιωτικό σύστημα είχε καταρρεύσει, όπως και ο θεσμός των ‘λιμιτανέων’ (limitanei) των συνοριοφυλάκων δηλαδή. Το θεματικό σύστημα, που τόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα θα απέδιδε τους επόμενους αιώνες, βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο, όπως και ο θεσμός της κληρονομικής στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι δυνάμεις των Βυζαντινών ήταν επίστρατοι και μισθοφόροι, ενώ βρισκόταν σε ισχύ και ο θεσμός των ‘φοϊδεράτων’, δηλαδή των συμμάχων. Στις εκστρατείες των Βυζαντινών στη Μ.Ανατολή, οι κυριότεροι φοϊδεράτοι ήταν οι Γασσανίδες Άραβες.  Ένας πλήρης βυζαντινός στρατός εκστρατείας την εποχή αυτή περιλάμβανε, εφόσον ήταν επικεφαλής ο αυτοκράτορας, τις δυνάμεις των Κομιτάτων, που ήταν ο προσωπικός στρατός του αυτοκράτορα και κατά κανόνα ήταν ιππείς με υψηλό βαθμό εκπαίδευσης και πολύ καλό εξοπλισμό. Μεταξύ των επίλεκτων ιππικών δυνάμεων βρισκόταν και οι Οπτιμάτοι, που επίσης ήταν μέρος του κεντρικού στρατού, όπως άλλωστε και οι Βουκελάριοι, που είχαν γίνει μέρος του τακτικού στρατού επί Μαυρίκιου. Οι τελευταίοι ήταν παλιότερα οι προσωπικοί στρατοί των πλέον ισχυρών στρατηγών του Βυζαντίου. Όσον αφορά στον οπλισμό και τη λειτουργία τους, οι ιππείς των αυτοκρατορικών δυνάμεων ήταν ένα ιππικό ‘πολλαπλών ρόλων’. Ο οπλισμός του τυπικού Βυζαντινού ιππέα  αναφέρεται αναλυτικά στο "Στρατηγικόν" του Μαυρίκιου: ένα "κοντάριον" (λόγχη) που ήταν αρκετά ελαφρύ αλλά μακρύ και ο χειρισμός του γινόταν με τα δύο χέρια, ένα "σπάθιον" (μακρύ ιππικό σπαθί, απόγονος της ρωμαϊκής spatha) και ένα "τοξάριον" (τόξο) με φαρέτρα που χωρούσε 40 βέλη. Τα πλέον επίλεκτα τμήματα φορούσαν ιδιαίτερα βαρείς θώρακες και χαρακτηριζόταν "κατάφρακτοι". Και τα άλογά τους έφεραν μερική θωράκιση. Αν και δεν ήταν τόσο βαριά θωρακισμένοι όπως οι ‘κλιβανάριοι’ που δρούσαν μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα (και θα επανερχόταν αργότερα ως ‘κλιβανοφόροι’) οι κατάφρακτοι ήταν ένα τρομερό βαρύ ιππικό.
Αν και το ιππικό γενικά ήταν οπλισμένο βάσει των αυτοκρατορικών προτύπων, στο πεζικό υπήρχε μια πανσπερμία δυνάμεων, κατά κύριο λόγο μισθοφορικών, που κατά κανόνα διατηρούσαν τον οπλισμό που έφεραν και πριν την ένταξή τους σε αυτοκρατορική υπηρεσία. Το πλέον επίλεκτο σώμα την εποχή του Ηράκλειου ήταν οι Εξκουβίτορες, οι οποίοι ήταν τυπικοί δορυφόροι "σκουτάτοι", εξοπλισμένοι με ασπίδα, κράνος, δόρυ και αλυσιδωτό θώρακα. Ο Βυζαντινός στρατός διέθετε πολυάριθμα τμήματα τοξοτών και σφενδονητών, είτε γηγενών του τακτικού στρατού, είτε μισθοφόρων ή φοϊδεράτων. Γενικά ο στρατός του Βυζαντίου την περίοδο αυτή ήταν ένας ανομοιογενής στρατός αποτελούμενος από πολλά διαφορετικά στοιχεία. Μεταξύ των εθνικοτήτων που παρήλαυναν από τις τάξεις του, ήταν Έλληνες, διάφοροι μικρασιάτες, Αρμένιοι, άλλοι κάτοικοι της βαλκανικής Χερσονήσου, Σλάβοι που συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή βίαια επιστρατευμένοι, ενώ λιγότεροι ήταν οι κάτοικοι της εγγύς Ανατολής που στρατολογούνταν.  Σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, το μέγεθος του στρατού του Βυζαντίου την εποχή αυτή ήταν κάτι παραπάνω από 80.000 άνδρες, ωστόσο η πλειοψηφία αυτών ήταν απασχολημένοι σε καθήκοντα φρούρησης των εκτεταμένων συνόρων της αυτοκρατορίας. Τα μόνα στρατεύματα διαθέσιμα για εκστρατεία ήταν οι δυνάμεις που στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη, όχι παραπάνω από 15.000 άνδρες την εποχή αυτή και φυσικά οι ντόπιοι επίστρατοι.

 

ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΕΙΣΒΑΛΛΟΥΝ

Καθώς πλήθαιναν οι επιδρομές των Αράβων, στα τέλη του 633, ο Ηράκλειος άρχιζε να αντιλαμβάνεται το μέγεθος της απειλής. Αρχικά οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους φανατισμένους Άραβες ως μία ήσσονος σημασίας ‘ενόχληση’, παρότι οι Γασσανίδες προσπαθούσαν να τους καταστήσουν σαφές το μέγεθος της απειλής. Σύντομα όμως αντιλήφθηκε ότι είχε να κάνει με έναν τρομερό νέο εχθρό. Οι δυνάμεις της Συρίας που υπερασπιζόταν την περιοχή, δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκρούσουν τους νέους εισβολείς. Ήδη τον Φεβρουάριο του 634 οι Άραβες σημείωσαν την πρώτη μεγάλη νίκη τους επί των Βυζαντινών, καταστρέφοντας τη βυζαντινή στρατιά της Καισαρείας και εξοντώνοντας τον επικεφαλής της, Σέργιο. Επρόκειτο μονάχα για την πρώτη από μία σειρά ηττών που θα ακολουθούσαν. Στο μεταξύ ο Ηράκλειος, που με τα χρόνια είχε καταπονηθεί και ήταν πλέον σκιά του παλιού του ένδοξου εαυτού, σωματικά και πνευματικά, είχε μεταφέρει το στρατηγείο του στην Έμεσα (την κατοπινή Χομς) της Συρίας. Από εκεί συντόνιζε τη δράση των αυτοκρατορικών δυνάμεων, που προσπαθούσαν να ανακόψουν την αραβική πλημμυρίδα. Οι Άραβες έμοιαζαν να βρίσκονται παντού την ιδια στιγμή. Έναν τέτοιο αντίπαλο, οι Βυζαντινοί αδυνατούσαν να καταβάλλουν. Μετά από τις σημαντικές πρώτες επιτυχίες της στρατιάς που επιχειρούσε στη Συρία – 23.000 άνδρες μοιρασμένοι σε τέσσερα σώματα υπό ισάριθμους στρατηγούς – ο χαλίφης Αμπού Μπακρ διείδε μια εκπληκτική ευκαιρία για να χτυπήσει και τη δεύτερη μεγάλη δύναμη της εποχής (ήδη οι αραβικές στρατιές επιχειρούσαν στα περσικά εδάφη) και κάλεσε τον σημαντικότερο στρατηγό του, τον περίφημο Χαλίντ, ‘το σπαθί του θεού’ για τους Άραβες, να αναλάβει δράση στην περιοχή. Ο Χαλίντ, με 9.000 ιππείς, κινήθηκε ταχύτατα δια μέσου της συριακής υπαίθρου και πριν φθάσει στη μπόσρα που ήταν ο στόχος του, είχε ήδη προλάβει να εξαναγκάσει σε παράδοση μία σειρά οικισμών και είχε αποκρούσει τις δυνάμεις των Γασσανιδών συμμάχων του Βυζαντίου. Στο μεταξύ ο Ηράκλειος είχε στείλει ισχυρές δυνάμεις (περίπου 12.000 άνδρες) οι οποίοι οχυρώθηκαν στη μπόσρα. Διοικητής της βυζαντινής δύναμης ήταν ο Ρωμανός, που είχε να αντιμετωπίσει αρχικά περί τους 4.000-5.000 Άραβες που είχαν διοικητή τον Σουραμπίλ. Οι δυνάμεις των Βυζαντινών συγκρούστηκαν με τους Άραβες και τους κατανίκησαν, αλλά σύμφωνα με τις αραβικές πηγές, την ώρα που ετοιμαζόταν να τους περικυκλώσουν και να τους καταστρέψουν, κατέφθασαν οι ιππείς του Χαλίντ με τον ίδιο επικεφαλής και ανάγκασαν τους Ρωμαίους να επιστρέψουν στο οχυρό. Όμως την επομένη οι Βυζαντινοί, πιστοί στην ελληνορωμαϊκή παράδοση της αποφασιστικής μάχης, βγήκαν ξανά από την οχυρή θέση τους και παρατάχθηκαν για μάχη. Όμως είχαν να αντιμετωπίσουν έναν τρομερό στρατηγό και μια ιδιαίτερα κινητική δύναμη και ηττήθηκαν κατά κράτος. Κάποιες αραβικές πηγές αναφέρουν ότι ο αρχηγός της βυζαντινής δύναμης, Ρωμανός, μετά την ήττα ασπάστηκε το Ισλάμ και πολέμησε για λογαριασμό των Αράβων.
Μετά τη νέα αυτή ήττα, ο Ηράκλειος προσπάθησε να συγκεντρώσει τις εναπομείνασες δυνάμεις της αυτοκρατορίας στην περιοχή, ώστε να ανακόψει την προέλαση των Αράβων που φαινόταν ασταμάτητοι και άνοιγαν το δρόμο προς τη Δαμασκό με συνεχόμενες νίκες.  Ωστόσο οι δυνατότητες των Βυζαντινών να συγκεντρώσουν στρατό ήταν πλέον ελάχιστες. Μια δύναμη περί τους 10.000 έως 12.000 άνδρες συγκεντρώθηκε και βάδισε να συναντήσει τους Άραβες του Χαλίντ, που είχαν ενώσει ξανά τις στρατιές τους και διέθεταν πάνω από 20.000 άνδρες. Χαρακτηριστικό είναι ότι και οι πέντε Άραβες στρατηγοί της Συρίας (Χαλίντ, Σουραμπίλ, Αλ-Ας, Γιαζίντ και Ουμπάιντα) ήταν παρόντες με τους άνδρες τους. Οι αραβικές πηγές της εποχής κάνουν λόγο για 100.000 Βυζαντινούς και 32.000 Άραβες, αριθμοί που είναι εμφανώς παραφουσκωμένοι, ιδιαίτερα αυτός της βυζαντινής στρατιάς. Επικεφαλής των βυζαντινών δυνάμεων ήταν ο αδελφός του αυτοκράτορα, Θεόδωρος.
Η ήττα των Βυζαντινών ήταν τρομερή και το πρόχειρα συγκεντρωμένο ρωμαϊκό στράτευμα συνετρίβη και διαλύθηκε. Ο Ηράκλειος έπρεπε να αναζητήσει δυνάμεις από τις αυτοκρατορικές στρατιές της Μικράς Ασίας και της Αρμενίας για αντιμετωπίσει ξανά τους Άραβες, οι οποίοι μετά και από αυτήν τη νίκη (που επιτεύχθηκε στις 30 Ιουλίου του 634) είχαν πλέον στη διάθεσή τους ολόκληρη τη νότιο Συρία και το δρόμο προς τη Δαμασκό ανοιχτό. Την επόμενη χρονιά η Δαμασκός έπεσε και οι Άραβες έμοιαζαν ασταμάτητοι. Ο Ηράκλειος προετοίμαζε την αντίδρασή του. Ο ίδιος δεν ήταν πλέον σωματικά ικανός να ηγηθεί στρατού, ωστόσο ανέθεσε την ηγεσία της δύναμης που συγκέντρωσε στον Θεόδωρο Τριθύριο και τον Αρμένη στρατηγό  Βαάνη (Βαχάν). Σημαντική θέση στο στράτευμα είχε ένας Σασσανίδης ευγενής, ο εξελληνισμένος γιος του περίφημου Πέρση στρατηγού Σαρμπαράζ, με το όνομα Νικήτας, ενώ τις δυνάμεις των Γασσανιδών φοϊδεράτων διοικούσε ο Τζαμπάλα. Οι Βυζαντινές δυνάμεις ήταν αρκετά ισχυρές με τα μέτρα της εποχής και λαμβανομένου υπόψη των συνθηκών. Οι αραβικές πηγές αναφέρουν διάφορα νούμερα, με τη χαμηλότερη εκτίμηση να είναι περί τους 60.000 άνδρες και την υψηλότερη 240.000. Οι εκτιμήσεις αυτές είναι σαφώς υπερβολικές. Οι Βυζαντινοί δεν είχαν τη δυνατότητα κινητοποίησης μιας τέτοιας δύναμης σε αυτήν τη συγκυρία. Θα έπρεπε να αφήσουν κυριολεκτικά γυμνή τη φρουρά όλων των συνόρων για να συγκεντρώσουν ένα τέτοιο στράτευμα. Οι δυνάμεις που κινήθηκαν ενάντια στους Άραβες την άνοιξη του 636 μ.Χ. αποτελούντο κατά κύριο λόγο από μία μικρή δύναμη των στρατευμάτων της Κωνσταντινούπολης και από στρατεύματα αποσπασμένα από τους στρατούς εκστρατείας της Ανατολής και της Αρμενίας. Η αυτοκρατορική στρατιά συμπληρώθηκε με επιτόπια στρατολογία, ενώ στο πλευρό των Βυζαντινών βρίσκονταν και 6.000 εκχριστιανισμένοι Άραβες υπό τον Τζαμπάλα. Το σύνολο της δύναμης που συγκέντρωσε ο Ηράκλειος και έστειλε στη Μ.Ανατολή για να σταματήσει τη θυελλώδη προέλαση των Αράβων, ήταν σίγουρα μεγαλύτερο από 30.000 άνδρες, με ανώτερο όριο τους 60.000. Το πιθανότερο είναι ότι ο βυζαντινός στρατός ήταν μεταξύ 35.000 και 40.000 ανδρών, μια επιβλητική δύναμη με τα μέτρα της εποχής. Απέναντί τους είχαν το σύνολο της στρατιάς της Συρίας των Αράβων, υπό τη διοίκηση του σπουδαίου στρατηγού Χαλίντ αλλά και τους υπόλοιπους στρατηγούς του χαλίφη που είχαν αντιμετωπίσει τα προηγούμενα δύο χρόνια, δηλαδή τους Ουμπαντάια, Σουραμπίλ, Αλ-Ας και Γιαζίντ. Το σύνολο της αραβικής δύναμης κατά πάσα πιθανότητα κυμαινόταν μεταξύ 26.000 και 30.000, αν και οι (αραβικές) πηγές αναφέρουν υπερδιπλάσιο αριθμό ανδρών. Κατά πάσα πιθανότητα οι Βυζαντινοί είχαν μικρή αριθμητική υπεροχή (της τάξης του 10-20%) σε σχέση με τους Άραβες αντιπάλους τους, ωστόσο αυτή η υπεροχή αντισταθμιζόταν από άλλους παράγοντες και σαφώς δεν ήταν αρκετή για να δώσει στην αυτοκρατορία τη νίκη.  Οι Άραβες μόλις έλαβαν γνώση του ερχομού της μεγάλης βυζαντινής στρατιάς, άρχισαν να υποχωρούν νότια. Αποχώρησαν από τη δαμασκό, αφού έσφαξαν όλους τους ‘Ρουμί’ (Ρωμιούς) κατοίκους της και κινήθηκαν σε περιοχές όπου η ανώτερη κινητικότητά τους, θα τους προσέδιδε τακτικό πλεονέκτημα. Τελικά, οι κινήσεις των δυνάμεων των Βυζαντινών τους έφεραν κοντά στην περιοχή της Γαβιθά, της σημερινής Τζαμπίγια. Εκεί θα δινόταν η μεγάλη μάχη για την ελληνορωμαϊκή Μέση Ανατολή.


ΕΡΙΔΕΣ

Όταν οι βυζαντινές προφυλακές αποκατέστησαν επαφή με τις προκεχωρημένες θέσεις των Αράβων και αντιλήφθηκαν ότι οι αντίπαλοί τους είχαν στρατοπεδεύσει, οι διοικητές του αυτοκρατορικού στρατεύματος έδωσαν εντολή για παύση της πορείας και διέταξαν τη δημιουργία οχυρού στρατοπέδου, όπως ήταν η ρωμαϊκή παράδοση. Η έτερη παράδοση των Ρωμαίων, που είχε δημιουργηθεί τους αιώνες της ύστερης αυτοκρατορίας, αυτή που έλεγε ότι μάχη δινόταν μόνο αφού είχαν εξαντληθεί όλα τα διπλωματικά μέσα, επίσης τηρήθηκε απαρέγκλιτα: πρώτο μέλημα των Βυζαντινών ηγητόρων ήταν η εξεύρεση διπλωματικής λύσης και για το λόγο αυτό ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τους Άραβες, με στόχο να πετύχουν την αποχώρησή τους από τη Συρία. Καθώς ο χαλίφης Ουμάρ, που είχε διαδεχτεί τον Αμπού Μαπκρ, δεν βρισκόταν επιτόπου, ο κύριος διαπραγματευτής από πλευράς Αράβων ήταν ο Χαλίντ. Ο σπουδαίος Άραβας στρατηγός ήταν ταυτόχρονα και μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Φιλοχρήματος, όχι ιδιαίτερα πιστός μουσουλμάνος (μάλιστα, υπήρξε μεγάλος αντίπαλος του Μωάμεθ την εποχή που ο προφήτης δεν είχε επικρατήσει απόλυτα) και εξαιρετικά φιλόδοξος, ο Χαλίντ απολάμβανε της εμπιστοσύνης του Αμπού Μπακρ, ωστόσο δε συνέβαινε το ίδιο και με τον Ουμάρ. Ο νέος χαλίφης είχε δώσει την αρχιστρατηγία στον Ουμπάιντα, το κυριότερο προσόν του οποίου ήταν η αταλάντευτη πίστη, τόσο στο Ισλάμ όσο και στον Ουμάρ. Όμως ήταν ανεπαρκής ως στρατηγός, κάτι που γνώριζε και ο ίδιος. Για το σκοπό αυτό είχε παραχωρήσει την αρχιστρατηγία στον Χαλίντ. Παρά τις εσωτερικές διαφωνίες τους, οι Άραβες ήταν ενωμένοι σα μια γροθιά. Η προοπτική της απόκτησης αχανών νέων περιοχών, με πλούσιες πόλεις, ήταν υπερβολικά θελκτική για να τους επιτρέψει να αναλωθούν σε εσωτερικές έριδες. Ακριβώς το αντίθετο συνέβαινε στην πλευρά των Βυζαντινών. Το στράτευμα εξαρχής είχε προβλήματα εξαιτίας της πολυπρόσωπης ηγεσίας του. Με τους δύο βασικότερους διοικητές, τον Βαάνη και τον Θεόδωρο, να έχουν πολύ κακές σχέσεις, οι οποίες αντικατόπτριζαν τις έριδες μεταξύ Ρωμιών και Αρμενίων, οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν προβλήματα που έφθασαν έως και την ανοιχτή ανταρσία στις παραμονές της μάχης: ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος αποχώρησε, εξασθενώντας αποφασιστικά τη δύναμη του στρατού του Βυζαντίου. Από τις πηγές δεν διευκρινίζεται αν οι άνδρες που αποχώρησαν ήταν Αρμένιοι ή Ρωμιοί ή κάτι άλλο, ωστόσο κάποιες άλλες αναφορές ρίχνουν φως στην υπόθεση: σύμφωνα με μία τουλάχιστον πηγή, τα στρατεύματα που απέμειναν στην περιοχή της Γαβιθά και του ποταμού Γιαρμούκ (Ιερομύακας για τους Βυζαντινούς), έσπευσαν να ανακηρύξουν αυτοκράτορα τον… Βαάνη. Τηρούσαν ίσως μια άλλη πανάρχαια παράδοση των ρωμαϊκών λεγεώνων, που όταν δεν ήταν ευχαριστημένες από τον αυτοκράτορα, ανακήρυσσαν τον δικό τους. Οπότε είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι οι αποχωρήσαντες ήταν πιθανότατα Ρωμιοί και ίσως και μισθοφόροι, ενώ τα στρατεύματα της Αρμενίας θα παρέμειναν πιστά στον συμπατριώτη τους, Βαάνη. Ισως αυτή η αναφορά να είναι απλώς μια διόγκωση των αρχικών αναφορών που μιλούσαν για τις τρομερές διαφωνίες μεταξύ των Βυζαντινών διοικητών. Σε κάθε περίπτωση, κατά τα φαινόμενα οι Βυζαντινοί ετοιμάζονταν να πολεμήσουν με τους Άραβες στη μάχη που θα έκρινε την τύχη της ελληνορωμαϊκής Μέσης Ανατολής, με διαιρεμένη ηγεσία και με ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος να έχει εγκαταλείψει τη μάχη πριν ακόμη αυτή ξεκινήσει. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, το στράτευμα που απέμεινε για να αντιμετωπίσει τους Άραβες στα μέσα του Αυγούστου του 636 μ.Χ. δεν ήταν μεγαλύτερο από 25.000 άνδρες.
            Ο Βαάνης, πριν ρίξει το στράτευμά του στη μάχη, έκανε μια τελευταία προσπάθεια να πείσει τον Χαλίντ, προσφέροντας πλουσιότατα ανταλλάγματα και πολλά χρήματα, καθώς και τίτλους ευγενείας. Ο Χαλίντ μπορεί να ήταν φιλοχρήματος και φιλόδοξος, αλλά γνώριζε ότι αν αποδεχόταν αυτές τις προτάσεις, ξεχνούσε την προοπτική πλουσιότατης λείας από τις βυζαντινές περιοχές. Παράλληλα, είναι πολύ πιθανό ότι το στράτευμα δεν θα τον ακολουθούσε σε μια τέτοια κίνηση. Οι νεοφώτιστοι του Ισλάμ ήταν διαποτισμένοι από το επιθετικό πνεύμα της θρησκείας του προφήτη και προσδοκούσαν σε οφέλη τόσο σε αυτή τη ζωή, όσο και στην αιώνια ζωή στον παράδεισο του Αλλάχ. Οι προτάσεις για αναίμακτη αποχώρηση των Αράβων ήταν μοιραίο να πέσουν στο κενό. Η μάχη θα δινόταν και θα ήταν καθοριστική για το μέλλον του κόσμου.

Η ΜΑΧΗ ΞΕΚΙΝΑ

Το σκηνικό της μάχης είχε στηθεί νότια των υψωμάτων της Γαυλανίτιδας, αυτά που σήμερα είναι γνωστά ως Γκολάν. Οι Βυζαντινοί για λόγους που μόνο να υποθέσουμε μπορούμε, είχαν απλώσει τις δυνάμεις τους σε μία τεράστια απόσταση, από τη Γαβιθά όπου εδραζόταν το αριστερό τους, έως τη Γιακούσα όπου βρισκόταν το δεξί πλευρό τους. Το τελευταίο αποτελείτο κατά κύριο λόγο από δορυφόρους σκουτάτους, οι οποίοι και θα αποτελούσαν την ‘άγκυρα’ της ρωμαϊκής παράταξης. Απέναντι από το ρωμαϊκό δεξί, το οποίο διοικούσε ο αξιωματούχος Γεώργιος και κάθετα βρισκόταν ο ποταμός Γιαρμούκ, ενώ συνολικά οι δυνάμεις του δεξιού και του κέντρου είχαν παραταχθεί κατά μήκος του Ουάντι ελ-Ρουκκάντ. Το αριστερό πλευρό των βυζαντινών ήταν μοιρασμένο σε δύο διοικήσεις, υπό έναν αξιωματούχο για τον οποίο οι πηγές αναφέρουν μόνο τον τίτλο του (Βουκινάτωρ ή Δρουγγάριος). Τη διοίκηση στο κέντρο είχε ο Βαάνης, αν και κάποιες πηγές θέλουν τον Θεόδωρο Τριθούριο επικεφαλής. Οι πηγές δεν αναφέρουν ξεκάθαρα που είχαν τοποθετηθεί οι Γασσανίδες φοϊδεράτοι, ωστόσο από κάποιες αναφορές φαίνεται ότι είχαν διαμοιραστεί στις διοικήσεις ή είχαν τηρηθεί – σε ξεχωριστές ομάδες – ως τακτική εφεδρεία.
Στην αντίπερα όχθη ο Χαλίντ είχε χωρίσει το στράτευμά του σε 36 ομάδες μάχης, τις οποίες υπήγαγε σε τέσσερις διοικήσεις. Η παράταξη των Αράβων ήταν εξίσου απλωμένη αλλά και εξίσου ασύμμετρη με αυτήν των Βυζαντινών. Το μεγαλύτερο μέρος του εξαίρετου αραβικού ιππικού είχε τηρηθεί ως εφεδρεία, ενώ οι περισσότερες από τις ομάδες του πεζικού διέθεταν καμήλες που τους επέτρεπαν να μετακινούνται ταχύτατα από το ένα σημείο του πεδίου της μάχης στο άλλο – ένα είδος πρώιμων δραγώνων δηλαδή!
            Η μάχη που θα δινόταν μεταξύ Γαβιθά και Γιαρμούκ τις επόμενες έξη μέρες, δεν θα ήταν ακριβώς μία μάχη εκ παρατάξεως, αλλά μάλλον  δεκάδες αψιμαχίες, τμημάτων από μέγεθος λίγων εκατοντάδων έως λίγων χιλιάδων ανδρών. Η περιγραφή που ακολουθεί είναι αυτή στην οποία συμφωνούν οι περισσότεροι μελετητές, που έχουν εντρυφήσει στις όχι ιδιαίτερα αξιόπιστες αραβικές πηγές της εποχής, καθώς οι βυζαντινές πηγές έχουν ελάχιστες αναφορές στη μάχη.  Κατά τη διάρκεια της πρώτης μέρας φαίνεται ότι κατά κύριο λόγο οι συγκρούσεις ήταν περιορισμένες. Επρόκειτο κυρίως για μάχες των επίλεκτων μαχητών και αξιωματούχων κάθε πλευράς. Ο Βαάνης επιχείρησε το απόγευμα (πιθανότατα της 15ης Αυγούστου, που από πολλούς μελετητές θεωρείται η μέρα έναρξης της μάχης) μια περιορισμένη επίθεση στο κέντρο, η οποία πέτυχε να απωθήσει σε μικρή απόσταση τη γραμμή των Αράβων. Επρόκειτο μάλλον για μια αναγνωριστική επιχείρηση, ώστε ο Βαάνης να διαπιστώσει πόσο ισχυρή είναι η αντίσταση των Αράβων. Έχοντας δει αυτά που ήθελε, τη δεύτερη μέρα διέταξε επίθεση σε όλο το μέτωπο. Αν και ο συντονισμός των Βυζαντινών δεν ήταν ο καλύτερος δυνατός, η ελληνορωμαϊκή στρατιωτική παράδοση έκανε θαύματα. Οι Βυζαντινοί εφάρμοσαν μια τυπική κυκλωτική προσπάθεια, καθώς το κέντρο μετά από την αρχική προώθηση σταμάτησε την κίνησή του, επιχειρώντας να αγκιστρώσει το αραβικό κέντρο, την ώρα που τα δύο ‘κέρατα’ της βυζαντινής παράταξης πίεζαν τα αντίστοιχα αραβικά. Η ορμή των Βυζαντινών, που είχαν στην πρώτη γραμμή τους επίλεκτους κατάφρακτους, έφερε αποτέλεσμα και οι Άραβες άρχισαν μια άτακτη υποχώρηση, φθάνοντας έως το στρατόπεδό τους. Μικρές δυνάμεις είχαν απομείνει να διεξάγουν έναν απελπισμένο αγώνα οπισθοφυλακών, την ώρα που οι περισσότεροι άνδρες από τα δύο ‘κέρατα’ οπισθοχωρούσαν πανικόβλητοι. Σε αυτήν την περίσταση, ήταν οι γυναίκες των μουσουλμάνων εκείνες που τους έσωσαν. Σύμφωνα με τις αραβικές περιγραφές της μάχης, καθώς οι πολεμιστές του Ισλάμ έφθαναν στο στρατόπεδό τους, ήλθαν αντιμέτωποι με έναν αντίπαλο που δεν μπορούσαν να ανατρέψουν: τις γυναίκες τους, οι οποίες με επικεφαλής τη Χιντ, κρατώντας τους στύλους πάνω στους οποίους έστηναν τις σκηνές τους, είχαν παραταχθεί αποφασισμένες να σπρώξουν τους άνδρες τους ξανά στη μάχη. Μερικές πετούσαν πέτρες και φώναζαν τους υποχωρούντες πολεμιστές ‘άνανδρους’ και ‘δειλούς’ και ‘ανάξιους για τη χάρη του Αλλάχ’, ενώ οι περισσότερες τραγουδούσαν για την τύχη που θα τις έβρισκε αν έπεφταν στα χέρια των ‘απίστων’. Μπροστά σε αυτό το εκπληκτικό θέαμα, οι Άραβες σταμάτησαν και οι αρχηγοί τους βρήκαν την ευκαιρία να τους ανασυγκροτήσουν. Με ανανεωμένη επιθετικότητα και εμψυχωμένοι από τα τραγούδια των γυναικών τους, οι Άραβες επέστρεψαν αναδιοργανωμένοι στα πλευρά της παράταξής τους και κατόρθωσαν να συγκρατήσουν τη βυζαντινή προώθηση. Με μια ορμητική αντεπίθεση σταμάτησαν τους Βυζαντινούς, ενώ με την έξυπνη χρήση της ιππικής εφεδρείας του ο Χαλίντ κατόρθωσε ακόμη και να διαρρήξει πρόσκαιρα το Βυζαντινό κέντρο, δίχως όμως να κατορθώσει να εκμεταλλευτεί το ρήγμα, αφού οι Βυζαντινοί έσπευσαν να το καλύψουν ταχύτατα.
            Καθώς η κυκλωτική κίνηση είχε αποτύχει, ο Βαάνης αναζήτησε μια άλλη τακτική που θα μπορούσε να φέρει αποτέλεσμα σε βάρος των Αράβων και προχώρησε στην εφαρμογή της κατά την Τρίτη μέρα των συγκρούσεων. Αυτή τη φορά επέλεξε μια σημειακή τακτική, συγκεντρώνοντας δυνάμεις απέναντι από το σημείο όπου συνδεόταν το κέντρο με το δεξί των Αράβων. Τυχόν διάρρηξη του μετώπου των μουσουλμάνων σε αυτό το σημείο, θα προσέφερε στους Βυζαντινούς μια έξοχη ευκαιρία για να εισέλθουν στο ρήγμα και να καταστρέψουν το αραβικό στράτευμα. Η δύναμη που θα αναλάμβανε το έργο της διάρρηξης της μουσουλμανικής παράταξης ήταν κυρίως Σλάβοι μισθοφόροι, που θεωρούντο ‘αναλώσιμοι’.  Πραγματικά, για δεύτερη συνεχόμενη μέρα η αραβική παράταξη κλονίστηκε και οι μουσουλμάνοι διοικητές δεν είχαν άλλη επιλογή από το να υποχωρήσουν. Η υποχώρηση κόντεψε να εξελιχτεί ξανά σε άτακτη φυγή, όμως σύντομα το μουσουλμανικό στράτευμα είχε αναδιοργανωθεί. Η ιππική εφεδρεία του Χαλίντ, με τον ίδιο επικεφαλής, έπαιξε ξανά καθοριστικό ρόλο: επιτέθηκε στο κέντρο των Βυζαντινών, καθηλώνοντάς το και αποσοβώντας την εκμετάλλευση του ρήγματος που είχε προκληθεί. Ταυτόχρονα, το σύνολο των δυνάμεων του αραβικού αριστερού  που είχε υποχωρήσει μαζί με το μισό σχεδόν κέντρο, επέστρεψε και εκτέλεσε μια σφοδρότατη αντεπίθεση. Ήταν η σκληρότερη μάχη ολόκληρης της σύγκρουσης, με πολλές εκατοντάδες νεκρούς και από τις δύο πλευρές. Όμως καθώς βράδιαζε καμιά από τις δύο στρατιές δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την αποφασιστική υπεροχή και η μάχη διακόπηκε.
Την επόμενη μέρα ο Βαάνης αποφάσισε να επιμείνει στο σχέδιο της προηγούμενης μέρας, αλλά ταυτόχρονα προσπάθησε να αναδιατάξει τις δυνάμεις του για να σφίξει τον κλοιό γύρω από τους Άραβες αντιπάλους του. Όμως καθώς οι δυνάμεις του κινούνταν για να λάβουν τις νέες θέσεις μάχης τους, επήλθε η καταστροφή: ένα μεγάλο τμήμα ιππικού που αποτελείτο από χριστιανούς Άραβες, κυρίως Λαχμίδες και Ιδουμαίοι αλλά και λίγοι Γασσανίδες, αποκόπηκε από το κύριο σώμα του βυζαντινού στρατού και βρέθηκε αντιμέτωπο με το σύνολο της ιππικής εφεδρείας του Χαλίντ. Μετά από κάποιες αψιμαχίες, οι Άραβες συνεννοήθηκαν μεταξύ τους και οι Βυζαντινοί φοϊδεράτοι προσχώρησαν μαζικά στον Χαλίντ. Η απώλεια αυτού του ιππικού σώματος, που ήταν ιδιαίτερα κινητικό και πολεμούσε με τακτικές παρόμοιες με αυτές των ανδρών του Χαλίντ, ήταν μοιραία. Όχι μόνο από τακτικής απόψεως, αλλά κυρίως για λόγους ηθικού. Όταν έγινε γνωστή στο υπόλοιπο βυζαντινό στράτευμα η προδοσία των Αράβων συμμάχων, το ήδη προβληματικό ηθικό του στρατεύματος, καταρρακώθηκε. Το πόσο καταστροφική ήταν η προσχώρηση των χριστιανών Αράβων στους μουσουλμάνους ομόφυλούς τους, φάνηκε όταν μια ομάδα ιππέων του Ισλάμ, καθοδηγούμενη από τους αυτομολήσαντες, κατέλαβε τη ρωμαϊκή γέφυρα στο ουάντι (χείμαρρο) Ρουκκάντ. Επρόκειτο για τη γέφυρα που ήταν η κύρια οδός υποχώρησης του βυζαντινού κέντρου και η είδηση της απώλειάς της, σκόρπισε την απελπισία στα ήδη καταπονημένα στρατεύματα. Οι τύχες της μάχης είχαν αρχίσει να αντιστρέφονται και αυτό που αρχικά φαινόταν ότι θα αποτελούσε ένα μεγάλο θρίαμβο για τους Βυζαντινούς, τώρα ήταν μια μάχη με αβέβαιο τέλος.


ΜΙΑ ΤΡΟΜΕΡΗ ΗΤΤΑ

Ο Χαλίντ είχε κατορθώσει να ανατρέψει την αρχικά δυσμενή κατάσταση και τώρα είχε το τακτικό πλεονέκτημα. Είχε ενισχύσει τις δυνάμεις του με τους ικανούς συμπατριώτες του ιππείς που πολεμούσαν για τους  Βυζαντινούς, είχε αποκόψει την κύρια γραμμή υποχώρησης των τελευταίων και διέθετε πλέον την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων. Ήταν αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί αυτά τα πλεονεκτήματα και να πετύχει μια μεγάλη νίκη.
Παρόλα αυτά οι μάχες της τέταρτης μέρας δεν ήταν ευνοϊκές για τους Άραβες. Οι Βζυαντινοί, διατηρώντας με νύχια και με δόντια τη συνοχή των αποθαρρυμένων μονάδων τους, είχαν καταφέρει σημαντικά πλήγματα στην παράταξη των Αράβων, ωθώντας μάλιστα αρκετές μονάδες τους στη υποχώρηση. Ωστόσο το βυζαντινό ιππικό πλέον δεν επαρκούσε και η συνεχής κίνησή του καταπονούσε ιππείς και άλογα. Οι ελαφρύτεροι και πιο κινητικοί Άραβες ιππείς κατόρθωναν να αποκόβουν μικρά τμήματα Βυζαντινών ιππέων και να τους εξοντώνουν, στερώντας από το πεζικό την απαραίτητη κάλυψη του ιππικού. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με το ηθικό των Βυζαντινών να έχει πέσει στο ναδίρ, ο Βαάνης προσπάθησε για μία ύστατη φορά να έλθει σε συνεννόηση με τους Άραβες. Έχοντας υποφέρει μεγάλες απώλειες κατά τις προηγούμενες ημέρες, ο Ουμπάιντα ήταν έτοιμος να ενδώσει στις προτάσεις ανακωχής και να αποχωρήσει, αλλά ο Χαλίντ που γνώριζε ότι πλέον ήταν θέμα χρόνου η συντριβή των Βυζαντινών, με την αποφασιστική στάση του τον απέτρεψε. Την ίδια νύχτα ο Άραβας πολέμαρχος Ζαρράρ, που ήταν ο ίδιος που είχε καταφέρει να καταλάβει τη γέφυρα στο Ρουκκάντ, πέτυχε άλλο ένα αποφασιστικής σημασίας πλήγμα ενάντια στους Ρωμιούς, καταλαμβάνοντας το στρατόπεδο της Γιακούσα. Καθώς ξημέρωνε η έκτη μέρα της μάχης, οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν το φάσμα της ολοκληρωτικής ήττας. Οι προμήθειές τους εξαντλούντο, το στρατόπεδο τους είχε καταληφθεί και η κύρια οδός διαφυγής είχε αποκοπεί. Επίσης, οι Άραβες είχαν ενισχυθεί με πολυάριθμους αυτόμολους συμπατριώτες τους που είχαν αποσκιρτήσει από τις τάξεις τους. Όλα έδειχναν ότι επίκειται μια τρομερή ήττα των Βυζαντινών και ο Χαλίντ ήταν απολύτως αποφασισμένος να κάνει ότι χρειαζόταν για να το πετύχει. Αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία των κινήσεων, διέταξε επίθεση σε όλο το μέτωπο, συμπεριλαμβανομένων και των δυνάμεων που είχαν υπερκεράσει το βυζαντινό αριστερό. Την ώρα της μεγάλης επίθεσης των Αράβων, σύμφωνα με μια παράδοση που διασώζει ο Θεοφάνης, μια τρομερή αμμοθύελλα τύφλωσε τους Ρωμιούς, χτυπώντας τους κατά μέτωπο. Μέσα από την αμμοθύελλα, ίδιοι δαίμονες, ξεπρόβαλλαν οι αλαλάζοντες πολεμιστές του Ισλάμ, αποφασισμένοι να τελειώνουν μια και καλή με τους ‘άπιστους’. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια τρομερή μάχη, όμως όλα τα δεδομένα πλέον ήταν ενάντια στους Βυζαντινούς. Εχοντας σχηματίσει ένα μεγάλο σώμα ιππικού, από 8.000 περίπου άνδρες, ο Χαλίντ διέσπασε με ευκολία την άμυνα των Βυζαντινών, αποκόβοντας τις διοικήσεις και εκθέτοντας τα πλευρά των παρατάξεων των Ρωμιών. Σύντομα οι τελευταίοι άρχισαν να υποχωρούν, προσπαθώντας να περισώσουν ότι ήταν δυνατό. Όμως η υποχώρηση ήταν ακόμη δυσκολότερη από τη μάχη. Κάποιες μικρές ομάδες Βυζαντινών που αποκόπηκαν, προσπάθησαν να παραδοθούν στους Άραβες, όμως βρήκαν το θάνατο: οι πολεμιστές του Ισλάμ είχαν εντολές να μην συλλάβουν αιχμαλώτους. Η σφαγή ήταν τρομερή και το βυζαντινό στράτευμα έχασε χιλιάδες άνδρες κατά τη διάρκεια της προσπάθειας για υποχώρηση. Κάποια τμήματα κατόρθωσαν να οπισθοχωρήσουν συντεταγμένα και να απομακρυνθούν από την παγίδα θανάτου που είχαν στήσει οι Άραβες. Ο κύριος όγκος των δυνάμεων που υποχώρησαν, με τον Βαάνη διοικητή, κατευθύνθηκε προς τη Δαμασκό, ενώ άλλα τμήματα σκόρπισαν στις γύρω περιοχές. Οι περισσότεροι Βυζαντινοί διοικητές, ο Γεώργιος και ο Θεόδωρος, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της υποχώρησης, ενώ αντίθετα διέφυγαν ο Τζαμπάλα με όσους από τους άνδρες του του είχαν απομείνει και ο Πέρσης Νικήτας. Ο Βαάνης σκοτώθηκε αργότερα, όταν ο Χαλίντ πρόλαβε τους υποχωρούντες Βυζαντινούς κοντά στη Δαμασκό και τους προκάλεσε ακόμη περισσότερες απώλειες. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Τζαμπάλα λίγο καιρό αργότερα προσπάθησε να έλθει σε συνεννόηση με τους μουσουλμάνους συμπατριώτες του, όμως καθώς αυτό δεν στάθηκε δυνατό, πήρε ολόκληρη τη φυλή του και μετοίκησε σε βυζαντινά εδάφη. 
Το σύνολο των βυζαντινών απωλειών δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί. Θα ήταν όμως ασφαλές να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον το μισό από το στράτευμα που έλαβε μέρος στις μάχες (καθώς ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος είχε ήδη αποχωρήσει) εξοντώθηκε στην τελική έφοδο καθώς και στην καταδίωξη που ακολούθησε έως και τη Δαμασκό. Δηλαδή οι βυζαντινές απώλειες θα πρέπει να ξεπέρασαν τους 10.000 άνδρες, ίσως και να έφθασαν τους 15.000, την ώρα που οι Άραβες έχασαν περί τους 4.500 άνδρες – οι περισσότεροι εκ των οποίων σκοτώθηκαν στις φοβερές μάχες της δεύτερης και τρίτης μέρας.  Όμως πολύ χειρότερες από τις ανθρώπινες απώλειες, ήταν οι συνέπειες συνολικά για τη βυζαντινή Μέση Ανατολή: ολόκληρη η Συρία και η Παλαιστίνη πέρασαν στην κυριαρχία του χαλιφάτου και ουδέποτε ανακτήθηκαν από τους Βυζαντινούς. Πολύ σύντομα την ιδια τύχη θα είχε και η Αίγυπτος. Η ημισέληνος είχε βγει από την αραβική χερσόνησο και είχε αποκτήσει ένα ευρύτατο προγεφύρωμα στη Μέση Ανατολή. Θα ακολουθούσε λίγους μήνες μετά η σασσανιδική Μεσοποταμία, ενώ σε λιγότερο από ένα χρόνο το σύνολο της επικράτειας των Σασσανιδών θα περνούσε στο χαλιφάτο. Η ήττα στη Γαβιθά-Γιαρμούκ άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, αφού το Ισλάμ με την απόκτηση εκτεταμένων (πλούσιων) εδαφών από το Βυζάντιο, γινόταν πανίσχυρο. Σύντομα οι πολεμιστές της πίστης θα έφθαναν στις εσχατιές της Ασίας, στα Πυρηναία που χωρίζουν την Ιβηρική από την κυρίως Ευρώπη αλλά και στις ίδιες της πύλες της Βασιλεύουσας, όπου αποκρούστηκαν αποφασιστικά.
             


Βιβλιογραφία

Θεοφάνης ο Εξομολογητής, ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ
Τζων Χάλντον, ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ, εκδόσεις Τουρίκη, Αθήνα 2001
Y. Ley , WAR AND SOCIETY IN THE EASTERN MEDITERANEAN, 7th – 15th C. Λέιντεν, 1996
D. Nicolle – A. McBride, ARMIES OF ISLAM, 7th – 11th C. Osprey, Λονδίνο 1982
H. Kennedy, THE BYZANTINE AND EARLY ISLAMIC NEAR EAST, Ashgate Publishing, Λονδίνο 2006
H. Kennedy,  THE GREAT ARAB CONQUESTS: HOW THE SPREAD OF ISLAM CHANGED THE WORLD WE LIVE IN, Weidenfeld & Nicolson. Λονδίνο 2007
I. Shahid, BYZANTIUM AND THE SEMITIC ORIENT BEFORE THE RISE OF ISLAM, Λονδίνο 1988.









Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Η οικονομία του πολέμου στην αρχαία Ελλάδα




Μια προσέγγιση της στρατιωτικής ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας μέσα από το πρίσμα της οικονομίας της εποχής - δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία την άνοιξη του 2009



Όταν ο Ηράκλειτος διαπίστωνε ότι «πόλεμος πατήρ πάντων εστί», δεν εξέφραζε μία άποψη περιθωριακή ή ακραία. Μάλλον διατύπωνε αυτό που για τους περισσότερους Έλληνες ήταν δεδομένο: ο πόλεμος ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους και η μάχη αναπόδραστη μοίρα της ζωής του μέσου πολίτη. Με δεδομένη αυτήν την αδιάρρηκτη σχέση της αρχαίας κοινωνίας και του πολέμου, φυσική συνέχεια θα ήταν μια διερεύνηση της σχέσης του πολέμου με την οικονομία των αρχαιοελληνικών πόλεων-κρατών.

Η βασική παραδοχή ότι ο πόλεμος είναι τόσο αρχαίος όσο και οι οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες, δεν είναι δυνατό να αμφισβητηθεί. Σοβαρός αντίλογος δεν μπορεί να υπάρξει, παρά τις προσπάθειες κάποιων μελετητών να παρουσιάσουν ως απόλυτα «ειρηνικές κοινωνίες» αυτές των τροφοσυλλεκτών ή και αγροτών στην αυγή της ανθρώπινης προϊστορίας. Ακόμη και σε αυτές τις κοινωνίες υπάρχει η βασική προϋπόθεση του πολέμου, δηλαδή η ανεπάρκεια πόρων και η άνιση κατανομή αυτών. Φυσικά η κλίμακα και η ένταση της βίας (που έχει σχέση και με τις ανοχές της εκάστοτε κοινωνίας) διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με την κοινωνία και την εποχή, ωστόσο η βασική αρχή δεν αμφισβητείται: από τη στιγμή που επήλθε κοινωνική οργάνωση και ακολούθως κοινωνική διαστρωμάτωση, ο πόλεμος αποτελεί έναν διαρκή σύντροφο της ανθρωπότητας.
Στην αρχαία Ελλάδα ο πόλεμος αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας και είχε τις ρίζες του στην ίδια την οργάνωση των πόλεων-κρατών. Τα ιδιότυπα στοιχεία αυτού του πολέμου, όπως λ.χ. το ότι το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας της πόλης είχε ανάμιξη στην πολεμική προσπάθεια, διαφοροποιούσαν το «μοντέλο» πολέμου της προκλασσικής και κλασσικής Ελλάδας, από παλιότερες εποχές, όπως ήταν η μυκηναϊκή και οι «σκοτεινοί αιώνες». Σε αυτές τις παλιότερες εποχές, ο πόλεμος ήταν κατά βάση υπόθεση των ανώτερων κοινωνικών τάξεων, των πολεμικών ελίτ της κάθε κοινωνίας.
Η πλειονότητα των σύγχρονων μελετητών και όχι μόνο εκείνων που ακολουθούν υλιστικά μοντέλα ερμηνείας της ιστορίας, αναγνωρίζουν ότι γενεσιουργός αιτία του πολέμου είναι η οικονομία. Για την ακρίβεια, καθώς μιλάμε για κοινωνίες της προκλασσικής Ελλάδας, οι οικονομικές ανάγκες που οδηγούσαν στον πόλεμο (ο οποίος μπορεί να οριστεί ως η ένοπλη αντιπαράθεση μίας κοινότητας με μία άλλη) ήταν κυρίως η κατοχή γης, η διαρπαγή μέσων παραγωγής και αγαθών και η εξουδετέρωση πιθανών εμπορικών ανταγωνιστών. Στην περίοδο που ακολούθησε τη μυκηναϊκή εποχή, όταν η οικονομία του ελληνικού χώρου απλοποιήθηκε σημαντικά (αφού εξέλιπαν οι οργανωμένες κρατικές οντότητες του μυκηναϊκού κόσμου) τα κίνητρα μπορεί να ήταν ιδιαζόντως «ταπεινά»: το κυρίαρχο στην ελληνική μυθολογία μοτίβο της αρπαγής βοδιών, μπορεί να θυμίζει τη ζωοκλοπή - που άλλωστε που μέχρι και πρόσφατα αποτελούσε «εθιμική» πρακτική σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας,. Ωστόσο στη γεωμετρική εποχή θα πρέπει να ήταν μία από τις κυριότερες αιτίες πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των κοινοτήτων που αργότερα εξελίχθηκαν στις πόλεις-κράτη. Μια συνέχεια αυτής της πρακτικής διαρπαγής, ήταν στους κατοπινούς αιώνες (αλλά και σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία) η πειρατεία.
 
Στην αρχαϊκή και κλασική εποχή, όταν οι κοινότητες άρχισαν να μεγαλώνουν, να οργανώνονται καλύτερα και να διεκδικούν για μία ακόμη φορά μια καλύτερη μοίρα, ήταν φυσιολογικό να υπάρχουν συνεχείς προστριβές μεταξύ τους. Αιτία ήταν, κατά κύριο λόγο, η ανεπάρκεια των πόρων και η ίδια η φύση των ελληνικών πόλεων-κρατών. Όπως διαπιστώνει και ο Γ. Σταϊνχάουερ στο «Ο πόλεμος στην αρχαία Ελλάδα», οι αρχαιοελληνικές πόλεις-κράτη «ήταν μικρές αγροτικές και κτηνοτροφικές ενότητες, χωρίς αυτάρκεια και τόσο στριμωγμένες στα στενά τους σύνορα, ώστε να μην μπορούν να ζήσουν χωρίς προστριβές μεταξύ των».

Αυτό είναι απόλυτα ακριβές, αν σκεφτούμε την έκταση των μικροσκοπικών κρατικών οντοτήτων και τα πληθυσμιακά μεγέθη τους. Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη κρατική οντότητα ήταν η Σπάρτη, που είχε έκταση μόλις 5.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα, μαζί με την κατεχόμενη Μεσσηνία. Παρομοίως, η πληθυσμιακά μεγαλύτερη ελληνική πόλη, η Αθήνα, στην ακμή της είχε περίπου 40 έως 50.000 πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ενώ ο συνολικός πληθυσμός της Αττικής (μαζί με τις γυναίκες, τους δούλους, τους μέτοικους και άλλες κατηγορίες κατοίκων χωρίς δικαιώματα) ήταν περίπου πέντε ή έξη φορές αυτός ο αριθμός.  Οι άλλες ελληνικές μητροπόλεις έχουν πολύ μικρότερο αριθμό πολιτών. Συρακούσες και Άργος ουδέποτε ξεπέρασαν τις 25.000 πολιτών, Κόρινθος, Κέρκυρα, Θήβα, Κρότων και άλλες μεγάλες πόλεις έφθαναν μετά βίας τις 11-12.000 στην καλύτερη εποχή τους. Η Σπάρτη ουδέποτε είχε πάνω από 6.000 πολίτες και στην πραγματικότητα ήδη από τα μέσα του 5ου αιώνα είχε λιγότερους από 3.000, αλλά αυτή είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση.

Οπότε αυτές οι μικρές και επί της ουσίας αδύναμες κοινότητες, για να κατορθώσουν να επιβιώσουν και να επεκταθούν σε ένα περιβάλλον δύσκολο και μια γη που δεν ήταν ιδιαιτέρως πλούσια, είχαν απόλυτη ανάγκη από το να επωφελούνται των πόρων των γειτόνων τους.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο πόλεμος αποτελούσε την πλέον πρόσφορη μέθοδο ώστε μία κοινότητα (πόλη) να εξασφαλίσει την επιβίωση και μεγέθυνσή της. Είτε αποκτώντας εδάφη που ανήκαν σε μια γειτονική κοινότητα (εκατοντάδες οι πόλεμοι που διεξήχθησαν, ιδιαίτερα στην αρχαϊκή εποχή, για διαφιλονικούμενα εδάφη) είτε αποκομίζοντας κινητά αγαθά (κτηνοτροφικό κεφάλαιο, διάφορα πολεμικά λάφυρα, δούλους ή οτιδήποτε άλλο) είτε για να θέσει υπό τον έλεγχό της την αντίπαλο πόλη. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι αντίπαλες κοινότητες υποδουλώνονταν (όπως λ.χ. έγινε στη Μεσσηνία, όταν κατακτήθηκε από τους Σπαρτιάτες) όμως συνήθως η ήττα δεν σήμαινε και αφανισμό, απλώς περιορισμό των φιλοδοξιών της ηττημένης πόλης, απώλεια κάποιου εύφορου κάμπου και αποδοχή μειωτικών όρων που επέβαλλε η νικήτρια δύναμη.
Με την εξέλιξη των πόλεων και της οργάνωσής τους, οι αιτίες πολέμου έγιναν πιο περίπλοκες. Η αρπαγή γης περιορίστηκε και σε ελάχιστες μόνο περιπτώσεις μαθαίνουμε για κατάκτηση μιας περιοχής και εγκατάστασης εποίκων. Η αρπαγή αγαθών βεβαίως δεν σταμάτησε, ιδιαίτερα μεταξύ των λιγότερο ανεπτυγμένων ελληνικών πόλεων.


ΟΙ ΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, οι πολίτες-στρατιώτες επωμίζονταν ένα σημαντικό μέρος του κόστους του πολέμου. Το κύριο και βασικό έξοδο στο οποίο υποβαλλόταν κάθε πολεμιστής (με την εξαίρεση των κωπηλατών του αθηναϊκού στόλου και ενδεχομένως και κάποιων μόνιμων μισθοφορικών σωμάτων) ήταν η προμήθεια της πανοπλίας και των όπλων του.
Άλλωστε, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα του πολίτη, ήταν και η θέση που θα λάμβανε στο στράτευμα της πόλης του. Αν είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί την οπλιτική πανοπλία – αρκετά ακριβή, με τα μέτρα της εποχής, αλλά όχι τόσο ώστε να αποτελεί προνόμιο των πλουσίων – τότε η θέση του ήταν στην φάλαγγα των οπλιτών. Ένας περισσότερο εύπορος πολίτης, ιδιαίτερα κτηματίας (καθώς αυτοί συχνά ήταν και εκτροφείς αλόγων) θα συμμετείχε στο στράτευμα ως ιππέας. Ένας φτωχός πολίτης, που δεν είχε τη δυνατότητα προμήθειας παρά των στοιχειωδών, μερικών ακοντίων και μιας ασπίδας, είδη που συχνά χρησιμοποιούνταν και στο κυνήγι, θα υπηρετούσε ως ψιλός. Σε ορισμένες πόλεις οι πτωχότεροι όλων, όχι μόνο δεν συνεισέφεραν οικονομικά στην πολεμική προσπάθεια, αλλά αντίθετα πληρώνονταν για τη συμμετοχή τους (λ.χ. ως κωπηλάτες στις τριήρεις, όπως συνέβαινε στην Αθήνα).
Καθοριστικό, λοιπόν, στοιχείο της συμμετοχής του πολίτη στην πολεμική προσπάθεια της πόλης του , ήταν η οικονομική του επιφάνεια. Και ανάλογη με την οικονομική δυνατότητα, ήταν και η συμμετοχή του στις δαπάνες του πολέμου. Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος των δαπανών που δεν αφορούσαν στον ατομικό οπλισμό του κάθε πολίτη, το επωμιζόταν η πολιτεία. Ακόμη και όσον αφορά στον ατομικό οπλισμό, σε ορισμένες πόλεις και περιστάσεις το κόστος φαίνεται ότι καλυπτόταν από την πόλη. Τέτοια είναι, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, η περίπτωση της Σπάρτης.

Η εικόνα που έχουμε για το συνολικό κόστος του πολέμου στην αρχαία Ελλάδα είναι σήμερα συγκεχυμένη, παρά τα αρκετά σχετικά ψηφίσματα που έχουν επιβιώσει έως τις μέρες μας. Η πλειονότητα αυτών των ψηφισμάτων προέρχονται βέβαια από την Αθήνα, την οποία αναγκαστικά θα πρέπει να θεωρήσουμε ως τυπικό παράδειγμα στους υπολογισμούς που θα κάνουμε.  Στην πραγματικότητα και οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μία συγκεχυμένη εικόνα των δαπανών του πολέμου.
Η πολιτεία για να εξασφαλίσει τα χρήματα που απαιτούνται για την πολεμική προσπάθεια, είχε στη διάθεσή της διάφορους τρόπους εξεύρεσης πόρων. Συνήθως, οι δαπάνες καλύπτονταν από την τακτική και έκτακτη φορολογία, από ειδικές εισφορές αλλά και από άλλες πηγές, περισσότερο ή λιγότερο προφανείς. Σε εκστρατεία, αναμενόταν από τους στρατηγούς να βρουν τρόπους για να καλύψουν τις δαπάνες του στρατεύματος, συμπεριλαμβανόμενων των εξόδων σίτισης, των μισθών και όποιας άλλης δαπάνης ανέκυπτε. Ο Δήμος σπάνια ενέκρινε επαρκή ποσά για τις επιχειρήσεις, κάτι που οδηγούσε σε πλείστες όσες παρενέργειες Σύνηθες ήταν το φαινόμενο οι στρατηγοί να οδηγούν το στρατό σε λαφυραγωγία, να απειλούν ουδέτερες πόλεις με επίθεση, ή να μετέρχονται ωμών εκβιασμών και άλλων ανορθόδοξων μεθόδων, για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα χρήματα. Σε κάποιες περιπτώσεις βρίσκουμε τους κωπηλάτες του αθηναϊκού στόλου να …εργάζονται για να καλύψουν τις δαπάνες τους, όπως συνέβη στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Μια άλλη πηγή χρηματοδότησης είναι ισχυροί ηγεμόνες, Έλληνες ή συνηθέστερα βάρβαροι, που καλύπτουν τα έξοδα ενός στρατεύματος ή αποτελούν χορηγούς της δημιουργίας του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης περίπτωσης, όπου η χορηγία ενός «βαρβάρου» είναι καθοριστική για τη δημιουργία ενός στρατεύματος, είναι η ανάπτυξη του σπαρτιατικού στόλου από το Λύσσανδρο στα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού Πολέμου, με την χορηγία του Πέρση σατράπη Τισσαφέρνη.
Σε παρόμοιες περιστάσεις συναπτόταν συμβόλαια με συγκεκριμένους όρους και υποχρεώσεις για τα αντισυμβαλλόμενα μέρη. Και από αυτήν την άποψη, η βοήθεια που προσέφερε ο Τισσαφέρνης προς την Σπάρτη, είναι χαρακτηριστική αυτής της πρακτικής. Ωστόσο οι Σπαρτιάτες παρέβησαν τη συμφωνία, η οποία προέβλεπε (΄ή τουλάχιστον αυτό είχαν πιστεψει οι Πέρσες) την απόδοση των ελληνικών πόλεων της Ιωνίας στα χέρια του Τισσαφέρνη. Συχνά σε παρόμοιους διακανονισμούς, τυχόν παραπέρα διαπραγματεύσεις επί των αρχικών όρων του συμβολαίου, ήταν δυνατό να αποφέρουν ακόμη περισσότερα έσοδα. Στην περίπτωση του Λύσανδρου, οι συνομιλίες του με τον Κύρο, του έδωσαν τη δυνατότητα να αποκομίσει πολύ περισσότερα χρήματα απ’ ότι είχε συμφωνηθεί αρχικά και να καταστήσει έτσι την σπαρτιατική θαλάσσια δύναμη ικανή να κατατροπώσει την αντίστοιχη αθηναϊκή.
Με δεδομένο ότι η οργάνωση των ελληνικών πόλεων κατά τη διάρκεια της κλασσικής περιόδου, αφορούσε σε συμμαχίες και «κοινά» (συνομοσπονδίες) αξίζει να δούμε το οικονομικό μέρος μερικών τέτοιων συμμαχιών, ξεκινώντας από το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό παράδειγμα του είδους, την Αθηναϊκή Συμμαχία.

ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ

Η ανάπτυξη της Αθηναϊκής Συμμαχίας, που ήταν η βασική αιτία του Πελοποννησιακού Πολέμου, είναι μια περίπτωση όπου φαίνεται ανάγλυφα η νέα οικονομική πραγματικότητα του πολέμου της κλασσικής εποχής. Η ίδια η Συμμαχία έφερε στους Αθηναίους τα οφέλη που θα προσπορίζονταν με ολόκληρη σειρά πολέμων, αφού οικειοποιήθηκαν μεγάλο μέρος του πλεονάσματος της παραγωγής των υπόλοιπων πόλεων που μετείχαν σε αυτήν. Η υπέρμετρη αύξηση της δύναμης των Αθηνών συνέπεια αυτής της διευθέτησης, προκάλεσε την αντίδραση της Σπάρτης, η οποία αισθανόταν να απειλείται η ίδια η ύπαρξή της. Αναλυτικότερα θα δούμε τα οικονομικά μεγέθη της συμμαχίας στην συνέχεια.
Ουσιαστικά, η Αθήνα εξελίχτηκε σε πραγματική υπερδύναμη, κυρίως εκμεταλλευόμενη τα έσοδα από την Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία. 

Όπως καθορίστηκε μετά τα Μηδικά, η Αθήνα αναλάμβανε να δημιουργήσει ένα δίκτυο προστασίας για τις ελληνικές πόλεις, με τη δημιουργία ενός ‘Συνεδρίου’. Βάσει της συμφωνίας οι πόλεις που θα μετείχαν σε αυτήν θα συνεισέφεραν είτε σε είδος (έναν αριθμό τριήρεων) είτε σε χρήμα. Εισφορά σε είδος επιβλήθηκε ουσιαστικά σε ελάχιστες από τις πόλεις που μετείχαν: στις πόλεις της Μυτιλήνης, στην Χίο και στην Σάμο και σε λίγες ακόμη. Οι υπόλοιπες, η συντριπτική πλειοψηφία των συμμάχων, θα συνεισέφεραν στο κοινό ταμείο, που είχε την έδρα του στην Δήλο, ένα χρηματικό ποσό. Ο αριθμός των συμμαχικών πόλεων ήταν εξαιρετικά μεγάλος: στους Καταλόγους Αθηναϊκού Φόρου του 453 π.Χ. καταγράφονται ούτε λίγο ούτε πολύ 248 μέλη της Συμμαχίας! Οι περισσότερες πόλεις, που ήταν αρκετά μικρές, δεν πλήρωναν πάνω από ένα τάλαντο ετησίως. Όμως ακόμη και αυτή η επιβάρυνση για κάποιες εξ αυτών ήταν δυσβάστακτη. Ακόμη πιο δυσάρεστη για τους συμμάχους ήταν η τάση της Αθήνας να συμπεριφέρεται ως ηγεμών τους και όχι ως σύμμαχος. Εξαρχής η Αθήνα είχε ηγεμονικό ρόλο και πράγματι, η Δηλιακή Συμμαχία ήταν το αντίβαρο στην ισχυρότατη Πελοποννησιακή Συμμαχία, όπου κυριαρχούσαν οι Σπαρτιάτες.

Τα τελευταία προσχήματα καταρρίφθηκαν το 454, όταν οι Αθηναίοι μετέφεραν το ταμείο της συμμαχίας στην Αθήνα, αποκτώντας έτσι τον απόλυτο έλεγχό του. Στο εξής, οι εισφορές θα ήταν προς την Αθήνα και θα χρησιμοποιούνταν από τους Αθηναίους κατά το δοκούν: όχι μόνο για να συνεχίσουν να συντηρούν τον πανίσχυρό στόλο τους, που θεωρητικά ήταν η εγγύηση προς τους συμμάχους τους, αλλά και για να κοσμήσουν την πόλη με μνημεία εξαιρετικού κάλλους και δυσθεώρητου κόστους.
Μετά τη μεταφορά του ταμείου από την Δήλο στην Αθήνα, οι Αθηναίοι θα εκτιμούν βάσει δικών τους κριτηρίων το ύψος της εισφοράς που θα πρέπει να καταβάλλει κάθε σύμμαχος. Ο υπολογισμός της εισφοράς γινόταν κάθε τέσσερα χρόνια, τη χρονιά των Μεγάλων Παναθηναίων. Στην τετραετία που ακολουθεί, κάθε χρόνο, η Βουλή καταγράφει τις εισφορές και παραδίδει στην Εκκλησία του Δήμου τον κατάλογο των πόλεων που ανταποκρίθηκαν στις υποχρεώσεις τους αλλά και εκείνων που δεν έχουν εξοφλήσει την οφειλή τους. Όταν η Δηλιακή Συμμαχία μετατράπηκε σε Αθηναϊκή Ηγεμονία, οι Αθηναίοι δεν δίσταζαν με ένοπλες επεμβάσεις να «πείθουν» τους «συμμάχους» τους να καταβάλλουν τα οφειλόμενα.

Ιδιαίτερη πρόνοια λάμβαναν οι Αθηναίοι ώστε να μην παρατηρούνται φαινόμενα κατάχρησης του φόρου. Λ.χ. διαβάζουμε στο διάταγμα του Κλεινία από το 448 π.Χ. ότι είχε προβλεφθεί η δημιουργία ειδικών σφραγίδων και συμβόλων για χρήση μόνο στην διαδικασία της είσπραξης του συμμαχικού φόρου. Η διαδικασία ήταν αυτή: η πόλη που έστελνε το φόρο, έγραφε σε πινακίδα το ποσό που κατέβαλλε και αφού τη σφράγιζε με το ειδικό σύμβολο που είχε οριστεί για αυτήν την πόλη,  την απέστειλε μαζί με το φόρο στην Αθήνα. Οι εισπράκτορες μαζί με τον φόρο που κατέθεταν στο κοινό ταμείο, προσκόμιζαν και την πινακίδα. Αν υπήρχε διαφορά μεταξύ του ποσού που κατέθεταν και αυτού που αναγραφόταν στην πινακίδα, οι εισπράκτορες ήταν υπόλογοι για την απώλεια.
Η διαδικασία της είσπραξης ολοκληρωνόταν κάθε χρόνο πριν τα Διονύσια και στη συνέχεια οι πρυτάνεις συγκαλούσαν συνέλευση όπου οι υπεύθυνοι για την διαχείριση του συμμαχικού φόρου, οι ελληνοταμίες, παρουσίαζαν στους συμπολίτες τους τον κατάλογο των πόλεων που υπήρξαν συνεπείς στην καταβολή της εισφοράς αλλά και εκείνων που συνεχίζουν να την καθυστερούν. Το τυπικό της διαδικασίας επέβαλλε η Αθήνα να στείλει σε κάθε πόλη που πλήρωσε την εισφορά της μια αντιπροσωπεία εκ τεσσάρων πολιτών, οι οποίοι βεβαίωναν την είσπραξη του φόρου. Η ίδια αντιπροσωπεία μετέβαινε και σε εκείνες τις πόλεις που κωλυσιεργούσαν και δεν εξοφλούσαν τα συμμαχικά, για να ζητήσουν τα οφειλόμενα.
Ποια ήταν όμως τα ποσά που εισέπραττε η Αθήνα από τους συμμάχους; Από τα στοιχεία που υπάρχουν, φαίνεται ότι το ποσό δεν ήταν σταθερό αλλά παρουσίαζα μεγάλες διακυμάνσεις, ακόμη και από έτος σε έτος.

Η πρώτη σχετική αναφορά χρονολογείται από το 477 π.Χ. και μιλά για 460 τάλαντα ετησίως. Για τη συνέχεια τα στοιχεία είναι συγκεχυμένα, αφού λ.χ. για τη διετία 454-3 π.Χ., οι εκτιμήσεις ξεκινούν από τα 260 τάλαντα και φθάνουν στα 406. Λίγα χρόνια αργότερα, το 441 π.Χ., οι υποχρεώσεις των συμμάχων φθάνουν τα 407 τάλαντα, ενώ το 431 π.Χ. το ποσό έχει αυξηθεί στα περίπου 600 τάλαντα. Είναι η εποχή που ο Περικλής, καθώς παροτρύνει τους συμπατριώτες του ενόψει του πολέμου με την Σπάρτη, αναφέρει κατ’ επανάληψη τις οικονομικές δυνατότητες της Αθήνας και υπογραμμίζει ότι η πόλη έχει ετησίως εισφορές 600 τάλαντα από τους συμμάχους της. Ακόμη αναφέρει ότι στην Ακρόπολη ήταν αποθηκευμένα νομίσματα αξίας 6.000 ταλάντων, ένα τεράστιο ποσό για την εποχή. Αντίθετα, οι Σπαρτιάτες, τονίζει ο Περικλής, έχουν «δεμένα τα χέρια τους από την έλλειψη χρημάτων, αφού αναγκαστικά χρονοτριβούν όσο να τα μαζέψουν σιγά, σιγά. Αλλά δεν ανέχονται την προσμονή οι ευκαιρίες που παρουσιάζει ο πόλεμος». 
Οι ανάγκες του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι τεράστιες και η Αθήνα προσπαθεί να τις καλύψει με τις συμμαχικές εισφορές. Για το λόγο αυτό το 425 π.Χ. προτείνονται, με το διάταγμα του Θουδίππου, 1460 τάλαντα ως συμμαχική εισφορά, αν και κατά τα φαινόμενα δεν εισπράχθηκαν τελικώς πάνω από 1.000.

Όμως πολύ λίγα χρόνια μετά, το 421, οι συμμαχικές εισφορές έχουν πέσει στα 600 τάλαντα, ποσό που φαίνεται ότι με κάποιες αυξομειώσεις έμεινε σταθερό μέχρι τα τελευταία στάδια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η ανασύσταση της Αθηναϊκής Συμμαχίας το 377 π.Χ. δεν αποφέρει στην Αθήνα ανάλογα οφέλη: ο φόρος δεν φαίνεται σε καμία περίπτωση να ξεπερνά τα 200 τάλαντα και δύο δεκαετίες αργότερα είναι μόλις 50 τάλαντα.
Η Αθηναϊκή Συμμαχία φυσικά δεν ήταν η μόνη. Ανάλογες οικονομικές ρυθμίσεις (κοινό ταμείο, μοίρασμα δαπανών και υποχρεώσεων μεταξύ των μελών της συμμαχίας κλπ.) προβλέπονται και στις υπόλοιπες συμμαχίες και τα «κοινά» (συνομοσπονδίες πόλεων) που συστήνονται στην κλασσική εποχή αλλά και στη συνέχεια. Υπάρχει λ.χ. το Κοινό των Βοιωτών, όπου οι 11 διοικητικές περιφέρειες εκτός από την υποχρέωση παροχής μίας στρατιωτικής μονάδας, εντέλλονται να καλύψουν πλήρως και τα έξοδά της. Στην περίπτωση του βοιωτικού Κοινού παρατηρούμε και άλλα ενδιαφέροντα φαινόμενα, όπως λ.χ. την απροθυμία Θηβαίων και συμμάχων (οι τελευταίοι ήταν, επί της ουσίας, υποτελείς των Θηβαίων) να επωμιστούν το τρομερό κόστος της δημιουργίας και συντήρησης σε λειτουργική κατάσταση ενός αξιόλογου στόλου. Παρότι με τις άοκνες προσπάθειες του Επαμεινώνδα ναυπηγήθηκε στόλος, στην συνέχεια περιέπεσε σε αχρηστία, αφού δεν υπήρχε διάθεση να πληρώνονται τα υπέρογκα κόστη που απαιτούσε.
Κοινό ομοσπονδιακό ταμείο διέθεταν, όπως γνωρίζουμε από τις πηγές, το κοινό των Αρκάδων (με έδρα τη Μεγαλόπολη) και το κοινό της Χαλκιδικής (με έδρα την Όλυνθο). Κάπως διαφορετική φαίνεται να υπήρξε η ρύθμιση στο κοινό των Θεσσαλών, όπου ίσχυε ένας μάλλον περίπλοκος διακανονισμός, που ήταν απόρροια της ιδιότυπης για τα ελληνικά πράγματα κοινωνικής πραγματικότητας της Θεσσαλίας.

ΙΔΙΟΙ ΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ

Σημειώσαμε ήδη ότι σε περίπτωση πολέμου μια πόλη είχε διάφορους τρόπους για να αντλήσει τα απαραίτητα χρήματα. Σε περιπτώσεις όπου η δαπάνη ήταν διαρκής, όπως λ.χ. στην περίπτωση της Αθήνας και του στόλου της, τα έσοδα έπρεπε επίσης να είναι διαρκή. Στην εποχή της Α’ Αθηναϊκής Συμμαχίας, τα έξοδα αυτά έπεφταν κυρίως στους ώμους των συμμάχων των Αθηναίων, με τον τρόπο που ήδη έχουμε δει. Σε περιπτώσεις που παρίσταται ανάγκη να συγκεντρωθεί ένα ποσό για να χρηματοδοτηθεί μια εκστρατεία ή μια πολεμική δαπάνη που προέκυψε ξαφνικά, υπήρχαν σε χρήση διάφοροι τρόποι για την εξεύρεση του αναγκαίου ποσού.

Καταρχήν κάθε πόλη είχε το δημόσιο ταμείο της, από το οποίο σε περιπτώσεις ανάγκης αντλούσαν μεγάλα ποσά. Το αθηναϊκό ταμείο στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως επαίρεται ο Περικλής, έχει 6.000 τάλαντα στην Ακρόπολη, αν και επί της ουσίας αυτό ήταν το συμμαχικό ταμείο (το οποίο μάλιστα συγκεντρωνόταν επί σειράς ετών). Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα δεδομένα της εποχής και τους συσχετισμούς δύναμης, οι πρόσοδοι που εξασφάλιζε η περσική αυτοκρατορία στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, άγγιζαν τα 14.500 τάλαντα ετησίως. Αυτά ήταν τα χρήματα που έμπαιναν στο αυτοκρατορικό ταμείο και όχι εκείνα που συνέλλεγαν για λογαριασμό τους οι σατράπες. Γίνεται κατανοητό τι διαφορά μεγεθών υπάρχει μεταξύ της ισχυρότερης ελληνικής πόλης (και της «αυτοκρατορίας» της) και της κυρίαρχης δύναμης της εποχής στην ανατολική Μεσόγειο, του κράτους των Αχαιμενιδών.

Κάθε πόλη είχε κάποιους μηχανισμούς για να υποχρεώνει τους πολίτες της να συνεισφέρουν στις πολεμικές δαπάνες. Για την Αθήνα, όπου τα στοιχεία και τα σχετικά ευρήματα είναι εξαιρετικά πλούσια, έχουμε μια αρκετά ικανοποιητική εικόνα του τι συνέβαινε. Στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, ίσως και για την επόμενη 20ετία, ο θεσμός των Λειτουργιών ήταν σε πλήρη ισχύ. Βάσει αυτού του θεσμού, οι πολίτες συνεισφέρουν ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα, στις πολεμικές δαπάνες. Λ.χ. οι ευπορότεροι των πολιτών αναλάμβαναν την τριηραρχία, να ετοιμάσουν δηλαδή μια τριήρη για μάχη και να αναλάβουν τα έξοδά της.
Αργότερα αυτός ο θεσμός θα ατονήσει και μέσα στη δίνη του Πελοποννησιακού Πολέμου, καθώς οι παρατεταμένες επιχειρήσεις άδειαζαν συνεχώς τα αθηναϊκά ταμεία, η πολιτεία προχώρησε στην επιβολή έκτακτου φόρου. Δεν φαίνεται να καθιερώθηκε τακτική καταβολή της εισφοράς αυτής, η οποία επιβαλλόταν κατά περίπτωση και εφόσον υπήρχε έκτακτη ανάγκη.

Μετά τον πόλεμο η Αθήνα έχασε την αυτοκρατορία της, δηλαδή τους συμμάχους που πλήρωναν για τη συντήρηση του αθηναϊκού στόλου και έτσι οι εισφορές των πολιτών έγιναν τακτικότερες. Λίγο αργότερα, στα 378, θα υιοθετηθεί μια νέα νομοθεσία, που αποτελεί έναν συμβιβασμό μεταξύ της χορηγίας και της κανονικής φορολογίας. Θα συσταθούν ομάδες Αθηναίων πολιτών, οι «συμμορίες», από 100 μέλη έκαστη, που θα είναι υπεύθυνοι για την συλλογή των φόρων. Βάσει του συστήματος αυτού, ορίζονταν οι τρεις ευπορότεροι πολίτες σε κάθε συμμορία υπεύθυνοι για την καταβολή του ποσού στο ταμείο της πόλης. Στη συνέχεια εκείνοι έπρεπε να αναζητήσουν τρόπο για να πάρουν από κάθε μέλος της συμμορίας το ποσό που του αναλογεί.
Το ότι αυτό το σύστημα ήταν επιτυχημένο, φαίνεται από το ότι η Αθήνα κατόρθωσε, παρότι δεν είχε σημαντικούς εξωτερικούς πόρους, να συνεχίσει να αποτελεί τη σημαντικότερη ναυτική δύναμη του Αιγαίου σε όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα.

Ένα άλλο είδος πόρου αφορά στην επιβολή φόρου στην εμπορική δραστηριότητα. Πρόκειται για μία πρακτική που ακολούθησαν όλες οι πόλεις που είχαν λιμάνια με μεγάλη κίνηση και φυσικά και εκείνες που διέθεταν στόλο και ήλεγχαν θαλάσσια περάσματα. Όσον αφορά ειδικά στην Αθήνα, αξίζει να σημειώσουμε και τις προσόδους των μετοίκων, που συχνά ήταν ιδιαίτερα μεγάλες.
Αν και κατά κανόνα υπήρχε πρόνοια σε όλες τις πόλεις ώστε οι πολεμικές δαπάνες να καλύπτονται, στο μέτρο του δυνατού, από κοινοτικούς πόρους, αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό. Σε πάμπολλες περιστάσεις ήταν η «ιδιωτική πρωτοβουλία» που προσέφερε τα επιπλέον ποσά που ήταν απαραίτητα για την διεξαγωγή των επιχειρήσεων.  Η βοήθεια των ιδιωτών υλοποιείτο μέσω δωρεών. Αν και συνήθως οι δωρητές ήταν κάτοικοι των συγκεκριμένων πόλεων, συχνά ήταν ξένοι που για διάφορους λόγους επέλεγαν να βοηθήσουν αυτήν την πόλη. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των Λακεδαιμονίων, φαίνεται ότι υπήρχαν πάρα πολλές δωρεές από διάφορες πηγές κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Οι χορηγίες δεν ήταν μόνο σε χρήμα αλλά μπορούσαν να λάβουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τις δυνατότητες του δωρητή ή τις ανάγκες της πόλης. Καταγράφηκαν λ.χ. περιπτώσεις όπου ένας τεχνίτης δώρισε εργασία ή και τα εργαλεία της δουλειάς του στην πόλη, ενώ (στο άλλο άκρο) κάποιοι ευκατάστατοι πολίτες έγιναν χορηγοί ολόκληρων στρατιωτικών μονάδων ή προμήθευσαν την πόλη με πολύτιμα για την πολεμική προσπάθεια υλικά σε μεγάλες ποσότητες (λ.χ. ξυλεία, όπως στην περίπτωση του εξόριστου Αθηναίου Ανδοκίδη). Και οι δωρεές, όπως και οι εισφορές τακτικές και έκτακτες, κατέληγαν στο δημόσιο ταμείο της πόλης και η διαχείριση του ποσού γινόταν κοινή συναινέσει.

Βεβαίως όταν οι συγκρούσεις ήταν παρατεταμένες, τα ποσά των δημόσιων ταμείων εξανεμίζονταν ταχύτατα και η πόλη είχε συνεχώς ανάγκη από χρήματα. Μία μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε τότε, όπως και σήμερα, ήταν ο δανεισμός. Οι πόλεις δανείζονταν, είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά, για να αντιμετωπίσουν τις πολεμικές τους δαπάνες. Η πρώτη πηγή δανεισμού είναι τα (κατά κανόνα πλούσια) ιερά των ίδιων των πόλεων. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα όπου ο αθηναϊκός δήμος δανείστηκε χρήματα από τα ιερά της  πόλης. Σε κάθε περίπτωση ο δήμος επέστρεψε τα χρήματα μετά το πέρας των εχθροπραξιών, αν και σε κάποιες περιπτώσεις χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια.
Ένα σχετικά συχνό φαινόμενο ήταν και τα εξωτερικά δάνεια. Η πόλη που είχε ανάγκη από χρήματα απευθυνόταν είτε σε κάποιο από τα μεγάλα και πλούσια ιερά, είτε σε κάποιο ξένο κράτος, πόλη ή βασίλειο.


ΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

Είδαμε παραπάνω τους τρόπους εξεύρεσης των πόρων για την διεξαγωγή του πολέμου. Στη συνέχεια θα δούμε τις τυπικότερες πολεμικές δαπάνες της κλασσικής εποχής.
Κατά κανόνα και στις περισσότερες πόλεις, όπως είδαμε ήδη, οι ατομικές δαπάνες οπλισμού βάρυναν τους ίδιους τους πολίτες. Πιθανή εξαίρεση (έστω, μερική) η Σπάρτη, όπου σε δύο τουλάχιστον διαφορετικές χρονικές περιόδους γνωρίζουμε ότι η πολιτεία εξόπλισε πλήρως ισάριθμα τμήματα νεοδαμωδών για να πολεμήσουν για λογαριασμό της. Όσον αφορά στους καθαυτούς πολίτες της Σπάρτης, κατά τα φαινόμενα η πολιτεία κάλυπτε ένα μέρος των εξόδων για τον οπλισμό τους, ή τους χορηγούσε την πρώτη τους πανοπλία. Δυστυχώς, οι πηγές είναι ασαφείς σε αυτό το ζήτημα και κατ ανάγκη οι εκτιμήσεις είναι συγκεχυμένες και σε μεγάλο μέρος υποθετικές. Οπότε δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι ως προς το αν η Σπάρτη όντως χορηγούσε, ως πάγια πρακτική και όχι ευκαιριακά και σε ειδικές περιπτώσεις, τον οπλισμό των ανδρών της.

Έχουν βρεθεί διάφορες ενδείξεις για το ύψος της δαπάνης που ήταν απαραίτητο για να εξοπλιστεί πλήρως ένας οπλίτης της κλασσικής εποχής. Αυτό που διαφαίνεται είναι ότι δεν είναι δυνατό να προσδιορίσουμε ένα συγκεκριμένο κόστος για την οπλιτική πανοπλία, διότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές τιμών μεταξύ των διαφόρων ειδών, κυρίως θωράκισης, ακόμη και στην ίδια εποχή. Λ.χ. διαβάζουμε στις πηγές ότι ένας «καλοδουλεμένος (χάλκινος) θώρακας» κόστιζε 10 μνες, δηλαδή 1000 δραχμές, 1/6 ταλάντου, την εποχή του Αριστοφάνη. Όμως υπάρχουν και πολλές άλλες, διαφορετικές, τιμές για θώρακες την ίδια εποχή. Τιμές που ξεκινούν από τις 200 δρχ. (2 μνες). πιθανόν για λινοθώρακα και φθάνουν έως και τις 4000 δρχ. (40 μνες!) για ένα σιδερένιο θώρακα!
Οι τεράστιες αυτές αποκλίσεις κατά κύριο λόγο έχουν να κάνουν με το υλικό κατασκευής του θώρακα, την ισχύ του αλλά και την διακόσμησή του. Το τελευταίο είναι μάλλον ο καθοριστικότερος παράγοντας, αφού ένας θώρακας με διακόσμηση, μπορούσε να κοστίζει τρεις και τέσσερις φορές τα χρήματα που κόστιζε ο ίδιος θώρακας δίχως την παραμικρή διακόσμηση. Φυσικά, διαφορετικές τιμές είχαν οι λινοθώρακες και οι σπολάδες, από τους σύνθετους ή τους ολομεταλλικούς. Όμως την κλασσική εποχή, όταν η τυποποίηση ήταν άγνωστη και κάθε πολεμιστής προμηθευόταν μόνος του τον οπλισμό του, σημαντική ειδοποιός διαφορά στις τιμές ήταν ακόμη το εργαστήριο και η πόλη κατασκευής, η συνολική κατάσταση της αγοράς, αν επρόκειτο για περίοδο πολέμου ή ειρήνης κλπ.
Οι θώρακες είναι προφανώς το είδος όπου υπάρχει μεγαλύτερη διασπορά τιμών. 

Αντίθετα, πολύ μικρότερες παρεκκλίσεις εμφανίζονται στα άλλα συστατικά της οπλιτικής πανοπλίας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ξιφών, που στις πηγές εμφανίζονται με τιμές 5 έως 20 δραχμών. Αυτές οι τιμές αφορούν ξίφη δίχως στολίδια. Αν κάποιος καλός τεχνίτης είχε κοπιάσει για να φτιάξει ένα όμορφο, στολισμένο σπαθί, η τιμήν του ήταν δυνατό να φθάσει ακόμη και αυτή ενός (φθηνού) θώρακα.  Τα δόρατα φαίνεται ότι κόστιζαν σε κάθε περίπτωση κάτω από 10 δρχ. και μάλλον περί τις 5, ενώ τα κράνη, ιδιαίτερα σημαντικό μέρος της οπλιτικής πανοπλίας, κόστιζαν από 30 έως 60 δρχ. στην ίδια περίοδο. Και οι τιμές των ασπίδων εξαρτούντο από το είδος και τη διακόσμηση της ασπίδας, ωστόσο εδώ δεν φαίνεται να υπήρχαν τεράστιες διακυμάνσεις. Μια τυπική τιμή που διαβάζουμε στις πηγές για το αργολικό όπλον είναι οι 50 δραχμές.

Οσον αφορά στον συνολικό εξοπλισμό ενός οπλίτη, έχουμε σχετικές αναφορές από τα τέλη του 6ου αιώνα, όταν ένας Αθηναίος χρειαζόταν 30 δρχ. για να εξασφαλίσει μια οπλιτική πανοπλία, ενώ αρκετά αργότερα, στην αρχή του 4ου αιώνα (πάνω από ένα αιώνα μετά) το κόστος έχει φθάσει στις 300 δρχ. κατ’ ελάχιστον.
Το κόστος του κατά ξηράν πολέμου καταρχήν αφορούσε στον ίδιο τον πολίτη. Η πόλη βεβαίως φρόντιζε κατά κανόνα για την διατροφή των στρατιωτών (ένα διόλου ευκαταφρόνητο έξοδο) και κατέβαλλε στους οπλίτες έναν μισθό. Ο μισθός αυτός μπορούσε να είναι από 2 οβολοί έως 1 δραχμή τη μέρα για τους στρατιώτες και πολλαπλάσια για τους αξιωματικούς.

Από κει και πέρα, εφόσον η πόλη διέθετε ναυτικό, το πολεμικό κόστος πολλαπλασιαζόταν. Κατά κανόνα, τα πλοία ναυπηγούνταν με κόστος της πολιτείας και οι δαπάνες περιλάμβαναν την πληρωμή των υλικών (κυρίως της ξυλείας) αλλά και την δαπάνη για τον αρχιτέκτονα και τους τεχνίτες, μαραγκούς κλπ. Η εξάρτηση βάραινε, ανάλογα την πόλη, την πολιτεία ή τον τριήραρχο.
Γενικά έχει υπολογιστεί ότι το πλήρες κόστος ναυπήγησης μιας τριήρους στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αιώνα, ξεπερνούσε το ένα τάλαντα (6000 δρχ.). Σε αυτό το κόστος συμπεριλαμβάνονταν οι δαπάνες που αναφέραμε παραπάνω, αλλά και η εξάρτηση, τα κουπιά (από 400 έως 1000 δρχ. για το σύνολο των 200 κουπιών – 170 για τους κωπηλάτες και 30 εφεδρικά) τα τιμόνια (25 δρχ.) ο μεγάλος ιστός όπου σηκωνόταν το κεντρικό πανί (37 δρχ.) οι κεραίες (23 δρχ.) κλπ.
Στην Αθήνα η συντήρηση του πλοίου σε καιρό πολέμου επιβάρυνε τον τριήραρχο, αλλά στη συνέχεια αναλάμβανε η πολιτεία. Τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες πόλεις, η πολιτεία κατασκεύαζε τους χώρους όπου φυλασσόταν τα πλοία, τους νεώσοικους (εκ της γενικής του πλοίου:  ναυς – νηώς + οίκος, δηλαδή «το σπίτι του πλοίου). Η δαπάνη για αυτές τις απαιτητικές και εκτεταμένες κατασκευές θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, δυστυχώς όμως δεν έχει επιβιώσει κάποια ξεκάθαρη αναφορά που να μας επιτρέπει να υπολογίσουμε πόση ακριβώς.

Όμως το σημαντικότερο κόστους μιας τριήρους, αφορούσε στην λειτουργία της. Εφόσον η τριήρης ήταν πλήρως επανδρωμένη, διέθετε 170 κωπηλάτες. Βάσει των αναφορών στα χρήματα που χορηγούνταν στους κωπηλάτες ως μισθός, έχουν γίνει υπολογισμοί που δείχνουν ότι μία τριήρης κόστιζε καθημερινά, εφόσον βρισκόταν σε επιχείρηση, από 66 έως 400 δρχ. , σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Η Αθήνα στα μέσα του Πελοποννησιακού Πολέμου διατηρούσε στόλο άνω των 200 πλοίων. Ακόμη και για ήσσονος σημασίας επιχειρήσεις μπορούσε να διατεθεί μια μοίρα 60 τριήρεων. Το κόστος για μια τέτοια μοίρα ήταν από 3960 έως 24000 δρχ. ημερησίως!  Δηλαδή έως και 120 τάλαντα το μήνα! Σε περιπτώσεις ακόμη μεγαλύτερων εκστρατειών, όπου μπορεί να συμμετείχαν άνω των 150 πλοίων, τα κόστη ήταν αστρονομικά.
Το πόσο πολύ κόστιζαν οι πολεμικές επιχειρήσεις, αποτυπώνεται γλαφυρά στο μήνυμα του Νικία που αναφέρει ο Θουκυδίδης. Μετά από τους πρώτους μήνες στην Σικελία, ο Νικίας προσπαθεί να εξασφαλίσει ενισχύσεις από την Αθήνα, μαζί με επαρκή χρήματα για να εξασφαλίσει την τροφοδοσία του στρατεύματος και να δώσει και κάποιον μισθό. Στην προσπάθεια του αυτή αναφέρει ότι «ήδη έχουμε ξοδέψει δύο χιλιάδες τάλαντα», ένα αστρονομικό ποσό, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε ότι το σύνολο του αθηναϊκού (συμμαχικού) ταμείου, ένα ποσό που συγκεντρωνόταν επί σειρά ετών, ήταν 6000 τάλαντα.


ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Μια από τις σημαντικές, αν και όχι ιδιαίτερα προβαλλόμενη, παραμέτρους για την διεξαγωγή εχθροπραξιών, ήταν η λαφυραγώγηση του ηττημένου. Αν και δεν αναφέρεται ρητά, θα πρέπει να θεωρείτο δεδομένο ότι η αποκομιδή λαφύρων θα κάλυπτε ένα μέρος του κόστους του πολέμου. Ενίοτε μάλιστα θα μπορούσε να φέρει και κέρδη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η μοιρασιά των λαφύρων μεταξύ των μελών μας συμμαχίας. Κατά κανόνα, ο τρόπος της μοιρασιάς οριζόταν στην ιδρυτική συνθήκη της συμμαχίας ή με κοινή πράξη – εφόσον επρόκειτο για συγκυριακή συμμαχία – των μερών που την αποτελούσαν. Μια από τις αρχαιότερες επιγραφές σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι αυτή που αφορά στην συμμαχία των Αργείων με δύο κρητικές πόλεις, την Κνωσό και την Τύλισο. Η συνθήκη – περίπου του 450 π.Χ. - προέβλεπε ότι η μοιρασιά της έκτασης γης που τυχόν θα καταλαμβανόταν συνέπεια των εχθροπραξιών, θα γινόταν στα τρία, με ίσο μερίδιο για κάθε εταίρο. Αντίθετα, κάθε θαλάσσια κτήση (δηλαδή νησιωτική περιοχή) θα μοιραζόταν στα δύο μεταξύ Κνωσού και Άργους (αφού η Τύλισος δεν συνεισέφερε ναυτικές δυνάμεις και δε διέθετε στόλο). Από τα κινητά λάφυρα, η δεκάτη των θεών (στην οποία θα αναφερθούμε και αναλυτικότερα παρακάτω)  προβλεπόταν να κατατεθεί στην Πυθώ και τα υπόλοιπα λάφυρα θα αφιερωνόταν στον Άρη στην Κνωσό. Βλέπουμε λοιπόν μια ιδιαίτερα αναλυτική συνθήκη που προέβλεπε επακριβώς τι θα γινόταν με την πολεμική λεία.

Σε πολλές περιπτώσεις δεν προηγήθηκε συμφωνία μεταξύ των εταίρων της συμμαχίας και η μοιρασιά γινόταν κατά το δοκούν. Έτσι έγινε λ.χ. στις Πλαταιές, όταν ο ελληνικός στρατός κατανίκησε τον περσικό και τα λάφυρα μοιράστηκαν μεταξύ των συμμετεχόντων «ανάλογα με την αξία του καθενός», όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος. Το πώς ακριβώς προσδιοριζόταν η αξία καθενός μόνο να υποθέσουμε μπορούμε, είναι πάντως βέβαιο ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις θα υπήρχαν αρκετές γκρίνιες και διαφωνίες ως προς το μερίδιο που ανήκε στον κάθε έναν από τους συμμάχους.

Και στην περίπτωση των Πλαταιών υπάρχει το ζήτημα των αφιερωμάτων στους θεούς, της «δεκάτης», δηλαδή του 1/10 του συνόλου των λαφύρων. Γράφει λοιπόν ο Ηρόδοτος (Θ’, 81 μτφ. Ν. Καλαμαρά-Φιλιππουπολίτη) ότι «συγκέντρωσαν τα’ αντικείμενα αξίας και αφαίρεσαν το 1/10 για το θεό των Δελφών. Απ’ αυτό έφτιαξαν το χρυσό τρίποδα πάνω στο χάλκινο φίδι το τρικέφαλο που βρίσκεται πολύ κοντά στο βωμό. Ξεχώρισαν επίσης και για το θεό της Ολυμπίας 1/10, απ’ όπου κατασκεύασαν κι αφιέρωσαν χάλκινο άγαλμα του Δία 10 πήχεις (4.60 μέτρα) ψηλό. Ξεχώρισαν ακόμα 1/10 για το θεό του Ισθμού. Απ’ αυτό έφτιαξαν έναν χάλκινο Ποσειδώνα 7 πήχεις (3.20 μέτρα) ψηλό».
Καθώς η μοιρασιά των λαφύρων δεν ήταν ίση αλλά εξαρτάτο από την «αξία» του κάθε πολεμιστή, οι στρατηγοί ανέκαθεν είχαν προνομιούχο αντιμετώπιση. Λ.χ. ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων στις Πλαταιές, ο αντιβασιλιάς της Σπάρτης Παυσανίας, έλαβε 10πλάσιο μερίδιο απ’ αυτό των απλών στρατιωτών.

Είδαμε την συνήθεια των Ελλήνων να αφιερώνουν την δεκάτη στους θεούς. Αυτή η αφιέρωση κατά κανόνα είχε τη μορφή δωρεάς/αφιερώματος στο ιερό του θεού που επέλεγαν οι στρατηγοί μαζί με τους άνδρες τους, ή η πόλη τους.  Συνήθως ο στρατηγός προσπαθούσε να εξασφαλίσει και το δικό του γόητρο και φήμη μέσω του συνολικού αφιερώματος. Έχουμε έτσι μαρτυρίες από τις αρχαίες πηγές για ηγέτες που μετά από σημαντικές επιτυχίες – ο Παυσανίας, ο Λύσανδρος, ο Μιλτιάδης, ο Κίμων – έκαναν σημαντικότατες προσφορές σε ιερά με το όνομά τους. Επρόκειτο ασφαλώς για πολεμικά λάφυρα. Μάλιστα ο Λύσανδρος έφθασε στο σημείο να στήσει χάλκινο ανδριάντα του εαυτού του στους Δελφούς!
Μια ακόμη «ιερή» δαπάνη που έχει σχέση με τον πόλεμο, ήταν οι ευχαριστήριες θυσίες, τα επινίκια. Κατά κανόνα αυτές τις χρηματοδοτούσε η πόλη που είχε νικήσει την αναμέτρηση, ή – αν επρόκειτο για συμμαχία – κάθε μέλος της συμμαχίας ξεχωριστά.

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Έχοντας δει τις πρακτικές όψεις της οικονομικής πραγματικότητας του πολέμου στην αρχαία Ελλάδα, μπορούμε να αναφέρουμε και κάποιες απόπειρες συσχετισμού της οικονομικής πραγματικότητας με την πολεμική πρακτική, σε θεωρητικό επίπεδο. Κύριος εκφραστής αυτής της τάσης ήταν ο Ξενοφών, που ως στρατιώτης και επικεφαλής μισθοφόρων επί σειρά ετών, ήταν ένας από τους καταλληλότερους να μιλήσει για τη σχέση οικονομίας και πολέμου.
Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο στο έργο του Ξενοφώντα, πέρα από τα πολύτιμα δεδομένα σε σχέση με την μισθοφορική πρακτική, είναι η σύνδεση οικονομικών και στρατιωτικής διοίκησης, που επιχειρείται στον «Οικονομικό» του. Αν και το έργο γενικώς κατατάσσεται στα «σωκρατικά» του Ξενοφώντα και εκ πρώτης όψεως περιέχει πρακτικές συμβουλές για τη γεωργία και τη διαχείριση αγροκτήματος, νεώτεροι μελετητές (Βερνάν, Γκαρλάν, Αμουρετί) έχουν καταλήξει σε ένα διαφορετικό συμπέρασμα: θεωρούν ότι το έργο αυτό του Αθηναίου ιστορικού και συγγραφέα αποτελεί μια προσπάθεια σύνδεσης της διαχείρισης ενός κτήματος με την άσκηση στρατιωτικής διοίκησης.
Υπό το πρίσμα αυτό μπορούμε να αξιολογήσουμε διαφορετικά τις εκτενείς αναφορές που κάνει ο Ξενοφών στο θέμα της διαχείρισης μιας μεγάλης έκτασης γης, εξειδικεύοντας στις διάφορες πλευρές της. 

Έχοντας πάντα κατά νου ότι ο Ξενοφών, πιστός στο πνεύμα της εποχής του, πίστευε ακράδαντα στους «αρίστους» και στη «φυσική» ικανότητα τους να άρχονται, μπορούμε να εμβαθύνουμε ακόμη περισσότερο. Μπορούμε λ.χ. να εκτιμήσουμε τους αδιόρατους (αλλά παρόντες) συσχετισμούς μεταξύ της ασχολίας του γαιοκτήμονα στην «πολιτική» του ζωή, δηλαδή τη διαχείριση μεγάλων εκτάσεων γης και την εξασφάλιση σημαντικών προσόδων απ’ αυτές, με τις αντίστοιχες στη ζωή του ως πολεμιστή στην υπηρεσία της πόλης του. Για τον Ξενοφώντα, οι άνδρες – σε αντίθεση με τις γυναίκες – εργάζονται εκτός οικίας και θα πρέπει, παράλληλα με τις υποχρεώσεις τους στα κτήματά τους, να αθλούνται και να συμμετέχουν στα κοινά της πόλης τους και ιδιαίτερα σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Βλέπουμε εδώ μια σταθερή σύνδεση της ιδιότητας του ελεύθερου, άνδρα γαιοκτήμονα με την πολεμική υπηρεσία, μια σύνδεση που για αυτήν την κοινωνική τάξη (και όχι μόνο, υπήρχαν και οι ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές) ήταν αυτονόητη στην εποχή στην οποία αναφερόμαστε.

Στην ίδια συλλογιστική εντάσσεται και η συσχέτιση της (στρατιωτικής) διοίκησης με την γεωργία – στο επίπεδο βεβαίως που ασχολείται ο Ξενοφών με την γεωργία: ως επιβλέπων και ως ιδιοκτήτης του κτήματος. Αυτό δεν τον εμποδίζει φυσικά να δίδει πλείστες όσες συμβουλές στους αναγνώστες του, ακόμη και για πρακτικά ζητήματα που δεν θα ενδιέφεραν απαραίτητα έναν κτηματία που έχει επαφή με το κτήμα του «δι’ αντιπροσώπου». Ωστόσο όπως στην περίπτωση του αρχηγού ενός στρατού, έτσι και στην περίπτωση του κτηματία, η ενασχόληση με τις λεπτομέρειες και η ενδελεχής γνώση του αντικειμένου ακόμη και από τη σκοπιά του απλού εργάτη του κτήματος (του απλού στρατιώτη, στην περίπτωση του διοικητή) θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ. 
Αποτελεί ιδιαίτερα ενδιαφέρον σημείο, η σύγκριση του «ιδανικού κτηματία» με τον Κύρο. «Κατείχε άριστα την τέχνη της γεωργίας και της προστασίας των καλλιεργειών. Σωστά τα λες, Σωκράτη, είπε ο Κριτόβουλος. Ο Κύρος πράγματι υπερηφανευόταν εξίσου για τη γεωργική του παραγωγή και τις καλλιέργειές του, όσο και για τις πολεμικές του αρετές», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, μπορούμε να κάνουμε παραλληλισμούς της τέχνης της διαχείρισης ενός αγροκτήματος με αυτήν της διοίκησης ανδρών στον πόλεμο. Ο Ξενοφών αναφέρει χαρακτηριστικά τη σχέση των έμπειρων επιστατών με τον κτηματία και τον τρόπο με τον οποίο οι επιστάτες διαχειρίζονται τις καθημερινές υποθέσεις του κτήματος και ιδιαίτερα πως μαθαίνουν να διευθύνουν με τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο τους δούλους. Είναι απλό να αντιστοιχήσουμε τους επιστάτες με τους αξιωματικούς του στρατεύματος και ιδιαίτερα τους κατώτερους. Άλλωστε και ο ίδιος ο Ξενοφών κάνει στο σημείο αυτό έναν παραλληλισμό με την διοίκηση των στρατιωτών, κάτι που ενισχύει τα επιχειρήματα εκείνων που επιμένουν να διαβάζουν τον Οικονομικό με τον τρόπο που αναφέρουμε παραπάνω.

Η σημασία της αδιάκοπης ροής εσόδων, τόσο σε περιόδους ειρήνης όσο και κατά την περίοδο της πολεμικής προσπάθειας, είναι άλλο ένα σημείο που προσέχει ιδιαίτερα ο Ξενοφών.  Γνωρίζοντας καλά ότι η οικονομική βάση είναι που κερδίζει (ή χάνει) πολέμους, ο Ξενοφών συστήνει την καλύτερη δυνατή διαχείριση της περιουσίας και προσφέρει συμβουλές για την μεγιστοποίηση των εσόδων ακόμη και απόντος του κτηματία. Στο ίδιο θέμα κάνει πολύ ουσιαστικότερες παρατηρήσεις σε ένα άλλο έργο του, το «περί προσόδων». Την εποχή που το έγραψε (στα τελευταία χρόνια της ζωής του) η Αθήνα δεν ήταν πλέον η υπερδύναμη του παρελθόντος και μία από τις αιτίες γι’ αυτήν την αδυναμία ήταν η οικονομική δυσπραγία. Την ίδια εποχή το ιδανικό του οπλιτικού πολέμου και του στρατού εκ πολιτών, έφθινε ταχύτατα και πλέον οι στρατιωτικές επιχειρήσεις διεξάγονταν τις περισσότερες φορές με μισθοφόρους, για την πρόσληψη των οποίων ήταν απαραίτητοι σημαντικοί οικονομικοί πόροι. Αλλά επίσης και η συντήρηση του ναυτικού, του κύριου πυλώνα της αθηναϊκής ισχύος, κόστιζε πολλά, αφού και μόνο τα χρήματα που απαιτούνταν για την καθημερινή μισθοδοσία των κωπηλατών ήταν ένα ιδιαίτερα μεγάλο ποσό.

Ο Ξενοφών, με τη μακρά εμπειρία που είχε αποκομίσει στην διάρκεια της ζωής του και γνωρίζοντας καλά την σχέση του πολέμου με την δυνατή οικονομία, πρότεινε λύσεις και για αυτό το ζήτημα. Λ.χ. διαπιστώνοντας την σημασία των μετοίκων (μη Αθηναίων πολιτών που κατοικούσαν στην πόλη και στο επίνειό της, τον Πειραιά) για την οικονομική ανάπτυξη της Αθήνας, πρότεινε να ενθαρρυνθούν οι μέτοικοι για να αναπτύξουν ακόμη μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα, φέρνοντας σημαντικά έσοδα στην Αθήνα μέσω των φόρων. Προχωρά όμως και ένα βήμα παραπέρα, προσπαθώντας να πετύχει την ουσιωδέστερη ένταξη των μετοίκων στον αμυντικό μηχανισμό της πόλης. Προτείνει την συμμετοχή τους στην άμυνα της πόλης και μάλιστα υπηρετώντας ως ιππείς (που την εποχή αυτή, λόγω της παρακμής της αθηναϊκής αριστοκρατίας, σπάνιζαν μεταξύ των γηγενών Αθηναίων πολιτών), καθώς είχαν την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο.

Πέρα από το κομβικό ζήτημα των μετοίκων, ο Ξενοφών ασχολείται στο έργο του και με άλλα ζητήματα που μπορούν να ενισχύσουν οικονομικά την γενέτειρά του. Πρωτοποριακή θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την πρότασή του για ενασχόληση του Δήμου ως σύνολο με την καθημερινή οικονομική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, η διαχείριση των μεταλλείων αποκλειστικά από το Δήμο, με την απασχόληση σε αυτά περισσότερων δημόσιων δούλων. Αλλά και ένα ακόμη πιο ρηξικέλευθο μέτρο, η ανάπτυξη από τον ίδιο το Δήμο εμπορικού στόλου. Και λιγότερο πρωτότυπα αλλά εξίσου αποτελεσματικά μέτρα, όπως η αύξηση του αριθμού των δημόσιων αξιωματούχων που θα μπορούσαν να εισπράττουν τους φόρους και να εξασφαλίζουν την λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων προς όφελος του Δήμου. 
Λίγα χρόνια μετά την υποβολή αυτών των προτάσεων από τον Ξενοφώντα, ο Εύβουλος προσπάθησε να μετουσιώσει κάποιες εξ αυτών σε πράξη, ωστόσο η έναρξη της μεγάλης διαμάχης της Αθήνας με τη Μακεδονία, την ανερχόμενη δύναμη του ελληνικού κόσμου, σταμάτησε αυτές τις πρωτοβουλίες. Αν η Αθήνα πετύχαινε να μετασχηματιστεί βάσει αυτών των προτάσεων, ίσως να βλέπαμε ένα πολύ διαφορετικό οικονομικό και πολιτικό μοντέλο στην πόλη της Παλλάδας, ένα μοντέλο που θα της επέτρεπε να αναγεννήσει την αυτοκρατορία της. Ωστόσο η Αθήνα απέτυχε να αλλάξει και να εξελιχθεί και έτσι δε στάθηκε δυνατή η ανακοπή της παρακμής του θεσμού της πόλης-κράτους.